Η ίδια η φύση της υπέρτατης πραγματικότητας οδήγησε στην έντονα αποφατική θεολογία του Διονυσίου Αρεοπαγίτη κατά τον 5ον αι. μ.Χ. Ο συγγραφέας που έγραψε με αυτό το όνομα, και στην πραγματικότητα μας είναι άγνωστος, υποστηρίζει πρώτιστα την θέση περί της ενoποιητικής λειτουργίας του Αγαθού, που ως υπερενωμένη ενάδα συνέχει το παν, μεταδίδοντας και σκορπώντας τις ευεργετικές του ενέργειες. Η αίσθηση του απολύτως Έτερου τον οδήγησε να χρησιμοποιήσει πλήθος από αρνητικές θεωνυμίες που να αποδίδουν και να προδίδουν τον απρόσιτο χαρακτήρα της πρώτης αρχής. Η φιλοδοξία του υπερβαίνει όμως την άρθρωση και διάρθρωση λόγου με βάση την νεοπλατωνική επιρροή της γλωσσικής παρακαταθήκης αρνήσεων και αποφάσεων. Μέσα από αυτές σκοπεύει να συστήσει ένα γόνιμο θεολογικό αγνωστικισμό που να στηρίζει το Εκκλησιαστικό σώμα και ο οποίος να προέρχεται από τη γνησιότητα και πρωτοτυπία θέσεων δογματικά έγκυρων. Προεκτείνοντας το Πλωτινικό άπειρο και αντιφατικές, αλλά συμπληρωματικές έννοιες, όπως η Πρόκλεια αμέθεκτη μετοχή, υπερθεματίζει ως προς την αυτόματη γένεση δια της υπερούσιας ακτινοβολίας του Ενός, η εντός του οποίου στάση συνιστά τη μυστική ένωση. Η ιδέα της απόλυτης διάχυσης της αγαθοεργούς ενέργειας επιβεβαιώνεται από την θεώρηση του κακού ως στερημένου οντολογικής ανεξαρτησίας. Ωστόσο, παρά τη γραμμική χριστιανική και ιουδαϊκή αντίληψη για τον κόσμο, υιοθετείται εν μέρει ο Νεοπλατωνικός κύκλος, επιβεβαιωμένος από την ίδια την θρησκευτική πρακτική. Όμως η μυστηριακή και εκκλησιαστική επανάληψη των παθών και της ανάστασης του Σωτήρα Χριστού που θεωρείται ως λογική του αΐδιου κύκλου ευθυγραμμίζεται δυναμικά, τελειωτικά και εσχατολογικά «διά ταγαθόν, εκ ταγαθού και εν ταγαθώ και εις αγαθόν».
Σε αυτήν την οντολογία, το Υπέρτατο, αν και απόλυτα έτερον, εμπεριέχει το παν. Δια της αμφισβήτησης της υπόστασης του κακού γίνεται προσπάθεια να εδραιωθεί απόλυτα η παντοδυναμία και παντογνωσία Του. Ωστόσο, απώτερος στόχος παραμένει η άμεση και από του νυν βίωση της υπέρβασης όλων. Για να προσεγγιστεί ακριβώς το απροσέγγιστο της πρώτης αρχής γίνεται χρήση της άρνησης, της απόφασης και των υπερθετικών όρων. Στην κατασκευή, ωστόσο, αυτού του οικοδομήματος, υπάρχουν τόσα κενά στη δόμηση και παγίδες, ώστε αυτό μοιάζει σαν να αιωρείται. Όντας αδύνατο να εκφράσει την παράλογη μυστική ζέση νεοπλατωνικής έμπνευσης, έτσι ώστε αυτή να μεταδίδει χωρίς διαμεσολάβηση τα συναισθήματα που τη στηρίζουν, προσπαθεί να περιγράψει με ειλικρινή προσήλωση, την κίνηση της ψυχής προς τη μοναδική της ελπίδα. Ο έλλογος χαρακτήρας, αν και υπάρχει στον τρόπο συγκρότησης των διανοημάτων, κάθε προσπάθεια να κυριαρχήσει υπονομεύεται. Θα ήταν άραγε ιεροσυλία να προσάψουμε σε αυτή την εναέρια κατασκευή την χρήση ενός λόγου που θέτει υπό τας όψεις μας ακριβώς το λογικό μέρος του, ώστε να πάψουμε να υποψιαζόμαστε την έντονη χρήση του άλογου; Αν και το αντίστροφο φαίνεται εξίσου εύλογο: παρασυρόμενοι από τη γοητεία ενός νεοπλατωνικού εξωτικού λεξιλογίου λησμονούμε ολωσδιόλου τη συγκροτημένη και "προσγειωμένη" συλλογιστική, υποχωρώντας στην ενθουσιώδη αποδοχή μίας πρόσκλησης να βαδίσουμε σε άγνωστους, αλλά προαιώνια οικείους τόπους.