ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΚΩΝ ΦΙΛΟΣΟΦΩΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΜΕΧΡΙ ΣΗΜΕΡΑ


Η πυραμίδα συμβολίζει την ιεραρχική
δομή του νεοπλατωνικού συστήματος σκέψης, που
περιστρέφεται γύρω από τον άξονα του
Ενός-Αγαθού-Θεού.


Μεθοδολογικά: Αναφέρονται πρώτα οι παγανιστές νεοπλατωνικοί που ξεκίνησαν και διέδωσαν τη φιλοσοφία τους στους μεταγενέστερους. Από τους τελευταίους πάλι αναφέρονται μόνο όσοι εμπνεύστηκαν, μελέτησαν και επηρεάστηκαν από αυτή την πρώτη περίοδο δημιουργίας του κινήματος. Στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα μεγάλο τμήμα της ιστορίας της φιλοσοφίας με χιλιάδες διακλαδώσεις, για τις οποίες φυσικά ούτε νύξεις δεν μπορούν να γίνουν εδώ. Επίσης, τηρείται η χρονολογική σειρά εμφάνισης των προσώπων στην ιστορία, αν και αναγκαστικά, όταν πρόκειται για κάποια ρεύματα με ιδιαίτερα εθνικά ή ιδεολογικά χαρακτηριστικά, παρατίθεται η συνέχειά τους έως ένα χρονικό σημείο, και έπειτα γίνεται η μετάβαση σε κάποιο άλλο ρεύμα, για να ακολουθηθεί το νήμα της ιστορικής διαδοχής από μία πρωιμότερη περίοδο. Τέλος, προς διευκόλυνση του αναγνώστη, τα ονόματα των προσώπων αυτής της πνευματικής γενεαλογίας σημειώνονται με έντονο και σκούρο κόκκινο χρώμα, έτσι ώστε να προσφέρεται η ανάγνωση της μιας ματιάς ή, όπως λέγεται, η ανάγνωση ανάμεσα από τα πέντε δάχτυλα.


Ο Νεοπλατωνισμός φέρεται να δημιουργήθηκε από έναν μυστηριώδη δάσκαλο φιλοσοφίας στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, τον Αμμώνιο Σακκά τον 3ο αιώνα μ.Χ. Ο ουσιαστικός ιδρυτής του όμως υπήρξε ο μαθητής του, Πλωτίνος, που γεννήθηκε στη Λυκόπολη της Αιγύπτου και δίδαξε στη Ρώμη, πεθαίνοντας το 270 μ.Χ. Είχε πολλούς πιστούς μαθητές και φίλους, όπως τον Αμέλιο Γεντιλιανό (ακόμη και ο Κάσσιος Λογγίνος θαύμαζε το έργο του), οι οποίοι αναφέρονται στην βιογραφία που έγραψε ο μαθητής του Πορφύριος, ο οποίος εξέδωσε και το συνολικό έργο του, τις Εννεάδες, χωρίζοντάς το σε 54 πραγματείες που κατένειμε σε έξι ομάδες των εννέα. Με τον Ιάμβλιχο, κατά τον 4ο αιώνα, μαθητή του Πορφυρίου, από τη Συρία, τονίστηκαν οι μυστικές και θεουργικές όψεις και προεκτάσεις του κινήματος, καθοριστικές για τη διαμόρφωση της μετέπειτα φυσιογνωμίας του. Ανάμεσα στους μαθητές του Ιαμβλίχου υπήρξαν ο αυτοκράτωρ Ιουλιανός και ο ιστορικός και βιογράφος Ευνάπιος. Στον ίδιο μαθήτευσαν οι  θεουργοί ΧρυσάνθιοςΠρίσκος ο Ηπειρώτης, και Μάξιμος (οι οποίοι τελούσαν μαγικές πρακτικές προς χάριν του Ιουλιανού), και ο αδερφός του Νυμφιδιανός, ο Ευσέβιος, ο γόης Σώπατρος, ο Αιδέσιος, πατέρας της θεουργού Σωσιπάτρας, η οποία γέννησε τον γιο του ΕυσταθίουΑντωνίνο, ο βίος του οποίου είχε πολλά κοινά με τους χριστιανούς ασκητές. Άλλοι ελάσσονες νεοπλατωνικοί του 4ου αιώνα υπήρξαν ο Θεμίστιος και ο Θεόδωρος Ασίνης, ο οποίος υποστήριζε την ακραία θεωρία περί απειρίας του νοητού κόσμου και ο σχολιαστής των αριστοτελικών κατηγοριών Δέξιππος. Ως θεουργοί αναφέρονται ακόμη οι αδερφοί Ασκληπιάδης και Ηραΐσκος, ενώ ξεχωρίζει για τη σύντομη σύνοψη των δογμάτων του κινήματος ο Ρωμαίος στρατιωτικός Σαλλούστιος. Ο Ρωμαίος, επίσης, Μακρόβιος υπομνημάτισε το Somnium Scipionis του Κικέρωνα, μιλώντας για την ονειρική πτήση της ψυχής. Στην Πλατωνική Ακαδημία της Αθήνας, δίδαξε ο Πλούταρχος, και οι μαθητές του Ιεροκλής και Συριανός. Μαθητές του τελευταίου παραδίδονται ο Ερμείας, που παντρεύτηκε τη συγγενή του δασκάλου του νεοπλατωνικό φιλόσοφο Αιδεσία, και γέννησαν τον Ηλιόδωρο και τον Αμμώνιο του Ερμείου, ο εγγονός του Αρχιάδας, και ο Πρόκλος (που είχε δάσκαλο εκτός αυτού τον Ολυμπιόδωρο τον Πρεσβύτερο) από την Λυκία της Μικράς Ασίας. Ο Πρόκλος, εξίσου σημαντικός με τον Πλωτίνο, δίδαξε στην Αθήνα τον 5ο αιώνα συστηματοποιώντας και γράφοντας ένα τεράστιο αριθμό εργασιών από τις οποίες πολλές διασώθηκαν μέχρις σήμερα. Ο Μαρίνος, ο διάδοχός του, έγραψε τη βιογραφία του, όπως και ο Δαμάσκιος, ο τελευταίος σχολάρχης της Σχολής, τον 6ο αιώνα, έγραψε τη βιογραφία του δικού του δασκάλου, Ισιδώρου. Μαθητής του Πρόκλου, και ανταγωνιστής του Μαρίνου, υπήρξε ο Ηγίας, ενώ την ίδια εποχή δίδαξε στην Σχολή της Αθήνας και ο Ζηνόδοτος. Επίσης, η φιλόσοφος Υπατία από την Αλεξάνδρεια, που είχε ως μαθητή της τον μετέπειτα επίσκοπο Κυρήνης Συνέσιο, έγινε μάρτυρας του κινήματος, αφού λυντσαρίστηκε από φανατισμένους χριστιανούς το 415, αν και κατά πάσα πιθανότητα υπήρξε θύμα των πολιτικών παιγνίων της πόλης της. Άλλη γυναίκα νεοπλατωνικός του 5ου αιώνα υπήρξε η Ασκληπηγένεια, κόρη του Πλουτάρχου, ενώ νεοπλατωνικός ήταν και ο αδερφός της Ιέριος. Στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου γεννήθηκε ο Ασκληπιόδοτος, μαθητής του Πρόκλου και του Δομνίνου του Λαρισαίου, δασκάλου του Δαμάσκιου. Ο Ολυμπιόδωρος ο Νεώτερος συνέχισε την παράδοση των σχολιαστών του Αριστοτέλους. Ο Αγάπιος δίδασκε καθώς φαίνεται νεοπλατωνική φιλοσοφία στην Κωνσταντινούπολη τον 6ο αιώνα. Μαζί με τον δάσκαλό τους, τον τελευταίο σχολάρχη της Ακαδημίας της Αθήνας, Δαμάσκιο, οι Σιμπλίκιος,  Ευλάμιος ο Φρύγας, ο Πρισκιανός ο Λυδός, ο Ερμείας και Διογένης από τη Φοινίκη, και ο Ισίδωρος ο Γαζαίος μετανάστευσαν στην αυλή του βασιλιά Χοσρόη, αφότου ο Ιουστινιανός έκλεισε την Πλατωνική Ακαδημία της Αθήνας το 529 μ.Χ.
Ο χριστιανικός Νεοπλατωνισμός χρήζει ιδιαίτερης μνείας, εφόσον επηρεάζει και επηρεάζεται από τον παγανιστικό Νεοπλατωνισμό. Άρχεται από τον θεολόγο Ωριγένη λίγο παλαιότερου του Πλωτίνου, τους Καππαδόκες πατέρες Γρηγόριο Νύσσης, Βασίλειο Καισαρείας και Γρηγόριο Ναζιανζηνό, αλλά και τον Νεμέσιο Εμέσης τον 4ο αιώνα, τον ψευδο-Διονύσιο Αρεοπαγίτη τον 5ο αιώνα και τον επηρεασμένο από το Νεοπλατωνισμό του Ωριγένους, Ευάγριο Ποντικό. Ακόμη νεοπλατωνικές ιδέες συναντώνται στο έργο του Μάξιμου Ομολογητή, ο οποίος όπως και ο Ιωάννης Σκυθόπολης συγγράφουν σχόλια στις Αρεοπαγιτικές Συγγραφές, και στον Λεόντιο τον Βυζάντιο· λανθάνουν, επίσης, στο έργο του Ιωάννη Δαμασκηνού. Άλλοι χριστιανοί νεοπλατωνικοί μπορούν να θεωρηθούν οι τρεις Γαζαίοι, Αινείας, Προκόπιος και o Ζαχαρίας, ο οποίος ήταν μαθητής του Αμμώνιου του Ερμείου, όπως και ο Ιωάννης Φιλόπονος, ο Στέφανος, ο Ηλίας, ο Δαυίδ, o Ασκληπιός (o Γέσσιος μαρτύρησε ως παγανιστής), ο Στέφανος Αλεξανδρεύς τον 7ο αιώνα, αυτοί, όπως και ο Αναστάσιος Σιναΐτης, υπήρξαν σχολιαστές του αριστοτελικού corpus με νεοπλατωνικά κριτήρια. Στο Δυτικό Μεσαίωνα, ο Χαλκίδιος τον 4ο αιώνα, επέδειξε ενδιαφέρον για το Νεοπλατωνισμό, όπως και ο Φιρμίκος Ματερνός, που έγραψε για το τέλος της ζωής του Πλωτίνου, τοποθετώντας πάνω από όλα και όλους την Ειμαρμένη, την οποία ούτε οι φιλόσοφοι μπορούν να ξεγελάσουν. Η φιλοσοφία του Νεοπλατωνισμού έτυχε φυσικά ιδιαίτερης κριτικής αποδοχής στο έργο του ιερού Αυγουστίνου και του δασκάλου του Αμβρόσιου Μεδιολάνων, του Μάριου Βικτωρίνου, και του Κλαυδιανού Μαμέρτου (πεθ. το 474), ενώ με τον χριστιανό Βοήθιο κατά τον 6ο αιώνα συνεχίστηκε η πολυσήμαντη επιρροή της στο Δυτικό Μεσαίωνα.
Αφότου έκλεισε η Πλατωνική Ακαδημία των Αθηνών, μπορεί να έπαψε η διδασκαλία των δογμάτων, αλλά είχε ήδη διαγραφεί μία λαμπρή πορεία τριών τουλάχιστον αιώνων νεοπλατωνικής φιλοσοφίας. Κατά την εποχή του πρώτου Βυζαντινού Ουμανισμού ο Λέων ο Μαθηματικός αφιέρωσε χρόνο στη σπουδή νεοπλατωνικών κειμένων, όπως και ο πατριάρχης Φώτιος, που δίνει κάποιες περιλήψεις από αυτά που διάβασε. Ο μαθητής του τελευταίου, Αρέθας Καισαρείας, συνέγραψε σχόλια στην Εισαγωγή του Πορφυρίου. Επίσης, δεν είναι παράξενο που ο Βυζαντινός λόγιος Μιχαήλ Ψελλός ονομάστηκε από πολλούς σύγχρονούς μελετητές νεοπλατωνικός, με την έννοια ότι προσπάθησε να αναζωογονήσει το νεοπλατωνικό ρεύμα. Ο Ψελλός ζει τον 11ο αιώνα και έχει διαβάσει τους Χαλδαϊκούς Χρησμούς και το έργο του Πρόκλου. Μαθητής του υπήρξε και ο νεοπλατωνικός Ιωάννης Ιταλός, ο οποίος αφορίστηκε από την Εκκλησία για τις τολμηρές του απόψεις, ενώ και ο μαθητής του Ιταλού, Ευστράτιος Νικαίας, αποδέχεται νεοπλατωνικές αρχές. Ο Νικόλαος Μεθώνης έναν αιώνα μετά τον Ψελλό, θα συγγράψει το Ανάπτυξις της Θεολογικής Στοιχειώσεως Πρόκλου Πλατωνικού Φιλοσόφου προσπαθώντας να ανασκευάσει το θεμελιώδες αυτό έργο του Πρόκλου. Ο Μιχαήλ Εφέσιος συνεχίζει την σχολιαστική παράδοση του έργου του Αριστοτέλη. Κατά τον 13ο αιώνα, ο Νικηφόρος Χούμνος θα προσπαθήσει με τη σειρά του να αναθεωρήσει την άποψη του Πλωτίνου για την ψυχή. Ο σύγχρονός του Θεόδωρος Μετοχίτης έγραψε για διάφορα εγκυκλοπαιδικά θέματα στο έργο του Σημειώσεις Γνωμικαί, ενώ ο Γεώργιος Παχυμέρης υπομνημάτισε και μετέφρασε έργα του Πρόκλου, και το έργο του Βοηθίου μεταφράστηκε από τον Μάξιμο Πλανούδη. Ο Νικηφόρος Βλεμμύδης, αν και χρησιμοποίησε κατά κόρον τους νεοπλατωνικούς σχολιαστές στις φυσικές πραγματείες του, ήταν κυρίως αριστοτελικός.
Το μυστικό κίνημα στο ύστερο Βυζάντιο απηχεί τη νεοπλατωνική έφεση προς τον Θεό, έχοντας αρχίσει ήδη με τους Ύμνους Θείων Ερώτων του Συμεών του νέου Θεολόγου, και τα κείμενα του Νικήτα Στηθάτου, που προτρέπουν στη βίωση της μυστικής σιωπής. Πάντως χαρακτηριστικό παράδειγμα χριστιανικού προσεταιρισμού νεοπλατωνικών θέσεων αποτελεί το κίνημα του Ησυχασμού, αφού εφαρμόζει μυστικές πρακτικές έκστασης, και εναντιώνεται στο Δυτικό Σχολαστικισμό. Το κίνημα αυτό εισήχθηκε στο Άγιο Όρος από τον Νικηφόρο Καλαβρό και τον Γρηγόριο Σιναίτη. Υπέρμαχοι του κινήματος υπήρξαν ο επίσκοπος Θεσσαλονίκης Γρηγόριος Παλαμάς, ο Νικόλαος Καβάσιλας, ενώ εναντίον του στάθηκαν λόγιοι με στραμμένο το ενδιαφέρον στη Λατινική Θεολογία, όπως ο Βαρλάαμ ο Καλαβρός, ο Νικηφόρος Γρηγοράς, οι Δημήτριος και Πρόχωρος Κυδώνης, ο Μανουήλ Ολόβωλος, ο Γρηγόριος Ακίνδυνος και ο Θεοφάνης Νικαίας, ο Μανουήλ Καλέκας και οι Ανδρέας και Μάξιμος Χρυσοβέργης.
Παράλληλα προς τη Βυζαντινή φιλοσοφία, και σε αλληλεπίδραση μαζί της, άνθησε όπως είναι γνωστό και η αραβική μεσαιωνική σκέψη. Επηρεασμένος από το ύφος του Δαμασκηνού  υπήρξε ο Θεόδωρος Αμπού Κουράχ, χριστιανός και άραβας θεολόγος του 8ου αιώνα, ο οποίος ήταν επίσκοπος στο Χαρράν, όπου κατέφυγαν οι εξόριστοι νεοπλατωνικοί επί Ιουστινιανού. Ο Γιαμπιρ Ιμπν Χαγιάν, που γεννήθηκε τον 8ο αιώνα, γνωστός στη Δύση ως Γκέμπερ, θεωρούσε ότι ακολουθεί ελληνική παράδοση, συμπεριλαμβανομένου του Πλωτίνου και των μαθητών του. Ο Σύριος Ιμπν Ισχάκ έζησε τον 9ο αιώνα στην Αλεξάνδρεια και υπήρξε ο πατέρας του αραβικού κινήματος μεταφράσεως νεοπλατωνικών κειμένων. Οι Εννεάδες ήταν γνωστές στον Αραβικό κόσμο μέσα από παραφράσεις τους, όπως είναι η Θεολογία του Αριστοτέλη, την οποία χρησιμοποίησε διστακτικά ο πολυμαθής Αλ-Κίντι. Μαθητές του υπήρξαν ο γνωστός ως γεωγράφος και ψυχολόγος Αμπού-Ζαίντ Μπαλκί και ο Αλ Αμίρι, ενώ και ο Πέρσης γιατρός Ζακαρίγια αλ-Ραζί επηρεάστηκε από τα φιλοσοφικά ρεύματα της ύστερης αρχαιότητας. Ο πιο γνωστός εκπρόσωπος της Σχολή της Βαγδάτης υπήρξε ο Αλ-Φαράμπι, εμπνευσμένος από τους νεοπλατωνικούς σχολιαστές της Αλεξάνδρειας. Άλλοι άραβες φιλόσοφοι της ίδιας σχολής, υπήρξαν ο Νεστοριανός Αμπού Μπισρ Ματτά, ο Γιαχία Ιμπν Άντι, ο Ίμπν Αλ Ταγίμπ και ο Σεβήρος ιμπν αλ-Μουκαφφά. Ο Ιμπν Μισκαγιαιχ ανέμιξε νεοπλατωνικά στοιχεία με τον Μασδαϊσμό, ενώ κοσμολογικά και μεταφυσικά στοιχεία του Πλωτίνου και του Πρόκλου συναντώνται στο έργο του Αμπού Γιακούμπ Άλ Σιγιστανί. Ο Αμπού Γαγιαν Αλ Ταουίντι χρησιμοποίησε τις νεοπλατωνικές υποστάσεις, και λέγεται ότι συνέβαλε στην ίδρυση της Αδελφότητας της Ειλικρίνειας, μία θρησκευτική οργάνωση κατά τον πρότυπο των αρχαιοελληνικών σχολών, βασισμένη σε πολλά νεοπλατωνικά διδάγματα. Ο Ιμπν Σίναγνωστός ως Αβικένας, δέχτηκε τη νεοπλατωνική θεωρία της απορροής από το Εν του κόσμου ως άπειρη πίσω στο χρόνο· την απορροή δέχτηκε και ο Αλ-Κιρμανί, στο έργο του οποίου όμως η δυάδα του Νου και της Ψυχής υποκαθίστανται από δέκα διαφορετικούς νόες. Η νεοπλατωνική κίνηση της απορροής από την πρώτη αρχή και η επιστροφή σε αυτήν αποτέλεσε το θεμέλιο της κοσμολογίας και μεταφυσικής του Νασιρ Κουσράου τον 11ο αιώνα. Τον ίδιο αιώνα και ο δικαστής Σαρακσί διακρίθηκε για την τεράστια μνήμη του στην οποία συμπεριλαμβάνονταν νεοπλατωνικά κείμενα. Ο Αλ-Γκαζαλί αντιπαρατέθηκε στο Νεοπλατωνισμό, θεωρώντας ότι η δημιουργία του κόσμου έγινε εν χρόνω, αλλά ήταν οπαδός της περιπτωσιαρχίας, δηλαδή της θεωρίας της επέμβασης του Θεού σε κάθε πράξη, όπως ο Πλωτίνος έλεγε ότι οι άνθρωποι είναι μαριονέτες των θεών. Έναν αιώνα αργότερα ο Ιμπν-Ρουσντ ή Αβερρόης συνέχισε την επίθεση, αμφισβητώντας την υπερβατικότητα του Νου και της Ψυχής. Ο Αλ-Ραζί προσπάθησε να υπερασπιστεί το δόγμα της απορροής της πολλαπλότητας εκ του Ενός, αφού στην περίπτωση της παραγωγής μόνο ενός όντος, όπως πρέσβευε ο Αβικένας, υπονομεύεται η ύπαρξη της παντοδυναμίας και του απείρου του Θεού.  Ο Ιρανός σούφι Σαχάμπ αλ ντιν Σουχραβαρντί (1155-1191) ίδρυσε τη Φιλοσοφία της Φώτισης ή της Ανατολικής Θεοσοφίας στηριγμένη στην θέα του εσωτερικού φωτός σύμφωνα προς την μυστική φιλοσοφία του Πλωτίνου, που ακολούθησαν ο Κοτμπ αλ-ντιν Σιραζί (1236-1311) και ο Ναγιμουντιν Κούμπρα. Οπαδός της θεοσοφίας ήταν και ο ανδαλουσιανός σούφι Ιμπν Αραμπί και ο μαθητής του Σαντρουντίν αλ-Κουνάουι. Κατά τον 13ο αιώνα, ο Πέρσης Ναζίρ αλ-ντιν αλ Τουσί από το Χορασάν θεώρησε σκόπιμο να απαντήσει στην κριτική του Αλ-Ραζί στην θεωρία του Αβικέννα περί απορροής, υποστηρίζοντας ότι εφόσον καθετί που γεννάται από το Εν είναι αναγκαστικά κατώτερό του, δεν έχει νόημα να μιλάμε για πολλαπλότητα, αφού όλα καταλήγουν στη συγκρότηση μίας μόνο σχέσης προς το Εν. Πολύ αργότερα, κατά τον 17ο αιώνα, ο Μούλα Σάντρα, Μιρ Νταμάζ, και ο Καντί Σαίντ Κουμμί συνεχίζουν να ακολουθούν τα ίχνη του Νεοπλατωνισμού.
Στοιχεία του μετέπειτα παγανιστικού Νεοπλατωνισμού υπάρχουν στον Φίλωνα τον Αλεξανδρινό, κατά τον 1ο αιώνα μ.Χ. Ωστόσο, ως του μεσαιωνικού ιουδαϊκού νεοπλατωνικού μυστικισμού θεωρείται ο Ισαάκ Ισραέλι μπεν Σόλομον (832-932). Κατά τον 11ο αιώνα, ο Εβραίος ποιητής Σολομών Ιμπν Γκαμπιρόλ, γνωστός στη Δύση ως Αβικεμπρών ή Αβισεμπρών, γεννημένος στην Μάλαγα της Ισπανίας, επηρεάστηκε από τον ενοθεισμό και τη θεωρία της νοητής ύλης του Πλωτίνου. Ο Αβραάμ Ιμπν Ντωντ εναντιώθηκε στη νεοπλατωνική τάση του Γκαμπιρόλ, αποδίδοντας τα πρωτεία στη λογική, αν και θεωρούσε τη θρησκεία ανώτερη της φιλοσοφίας.  Ποιητής εκτός από φιλόσοφος υπήρξε και ο Μωυσής Ιμπν Έζρα, που συνέλαβε και αυτός την πραγματικότητα ως ενιαία και τον άνθρωπο ως πεπερασμένο μικρόκοσμο που αδυνατεί να κατανοήσει το θείο, εκτός και εάν απελευθερωθεί από τις αισθήσεις. Λίγο αργότερα ο Μαιμονίδης χρησιμοποίησε έντονα αρεοπαγιτική αποφατική γλώσσα. Ο λίγο γνωστός Ιμπν Φαλακέρα υπήρξε ερμηνευτής του Γκαμπιρόλ. Στο δεύτερο μισό του 13ου αιώνα, ο ισπανός ραβίνος Μωυσής του Λεόν, θεωρείται ο διαφιλονικούμενος συγγραφέας του Ζοχάρ (Το Βιβλίο της Λαμπρότητας), ενώ για ένα άλλο μυστικό βιβλίο, το Μπαχίρ, θεωρείται πάλι χωρίς βεβαιότητα συγγραφέας ο Ισαάκ ο Τυφλός. Και τα δύο αυτά κείμενα, που ανήκουν στην παράδοση της Καββαλά, πιστεύετο τότε ότι γράφτηκαν πολύ παλιότερα (τον 3ο αιώνα το Ζοχάρ και τον 1ο αιώνα το Μπαχίρ). Στην ίδια εποχή, ο Αζριέλ της Γκερόνα υπήρξε μυστικός, και δάσκαλος της καββαλιστικής κοινότητας των Ναχμανιδών, υιοθετώντας την πρωτότυπη νεοπλατωνική άποψη ότι η πρώτη απορροή από τον Θεό είναι η θεϊκή βούληση. Από την Γκερόνα κατάγονταν και ο Ιακώβ μπεν Σεσετ Γκεροντί, και αυτός καββαλιστής. Ο Ισαάκ Αλμπαλάγκ, τον 13ο αιώνα, υπήρξε αβερροιστής, σχολιαστής του Αλ-Γκαζαλί, οπαδός της Γκεμάτρια, δηλαδή της αριθμοσοφίας, πρώιμος καββαλιστής. Στην εβραϊκή Καββαλά γενικώς θα χρησιμοποιηθεί νεοπλατωνική γλώσσα για την έκφραση του αρρήτου. Ταλμουδιστής (οπαδός και σχολιαστής του Ταλμούδ, μίας τεράστιας συλλογής μεσαιωνικών κειμένων που συμπληρώνουν την ιουδαϊκή Βίβλο), και επιστήμονας ήταν και ο Λεβυ μπεν Γκέρσον ή Γκερσονίδης, που ακολουθεί τα βήματα των αρχαίων νεοπλατωνικών, αν και διαφοροποιείται ως προς αυτούς σε αρκετά σημεία. Ο Μωυσής μπεν Γιόσουα ή Ναρμπονί τον 14ο αιώνα εστίασε στον νεοπλατωνικό Νου. Ο Ισαάκ Αμπραβαμέλ τον 15ο αιώνα, υπήρξε Εβραίος Πορτογάλος πολιτικός που επηρεάστηκε από τον Ουμανισμό της Αναγέννησης, ο οποίος διεπόταν από τη νεοπλατωνική σοφία, όπως και ο Γιοχανάν Αλεμάννο, και ο δάσκαλός του Ιούδας Μεσσέρ Λεόν. Στην ίδια εποχή ζει και ο καστιλιάνος Ιωσήφ Μπεν Σεμ Τοβ Ιμπν Σεμ Τοβ, που προσπαθεί να απαντήσει στο παλιό νεοπλατωνικό αίτημα της συμφιλίωσης θρησκείας και φιλοσοφίας. Βυζαντινός νεοπλατωνικός και Εβραίος από την Κρήτη ήταν ο Ηλίας Ντελμεντίγκο, αβερροιστής που, ωστόσο, θεωρούσε εαυτόν μαθητή του Μαιμονίδη. Ο 16ος αιώνας συνεχίζει να είναι μία εποχή μυστικών αναζητήσεων, με τους Μωυσή Μπεν Ιακώβ Κορντοβέρο, τον Ισαάκ Λούρια (δημιουργό της λουριανικής Καββαλά)· ο πορτογάλος Αβραάμ Κοεν ντε Χερρέρα, συνέθεσε τον Ιουδαϊσμό του Αμπραβανέλ και τη λουριανική Καββαλά, πεθαίνοντας το 1635, τρία χρόνια αφότου γεννήθηκε ο Μπαρούχ Σπινόζα, που ερμήνευσε καββαλιστικά και νεοπλατωνικά την ταύτιση θείου και φύσης. Κατά τον 18ο αιώνα, ο Ιταλός ραβίνος Μοσέ Λουζάτο ερμηνεύει για μία ακόμη φορά καββαλιστικά τον Πλωτίνο.
Στο Δυτικό Μεσαίωνα το έργο του Σκώτου Εριγένη De Divisione Naturae, του 9ου αιώνα, επηρεάζει τον τρόπο σκέψης των χριστιανών του Μεσαίωνα. Ο Άνσελμος του Καντέρμπουρυ συνδύασε τον Νεοπλατωνισμό με τον Αριστοτελισμό, ενώ τον 11ο αιώνα, ο Πέτρος Αβελάρδος αντιπαρατέθηκε στο Πλατωνικό ρεαλισμό. Με τον αββά Σούγκερ της μονής του Αγίου Διονυσίου, προστάτη της εφαρμογής του Γοτθικού ρυθμού στην αρχιτεκτονική και στη βάση της σύγχυσης που υπήρχε τότε ανάμεσα στον μάρτυρα Διονύσιο και στον ψευδο-Διονύσιο, γράφτηκε από τον τεχνοκριτικό Έρβιν Πανόφσκυ ότι ο Γοτθικός ρυθμός είναι απόρροια της ιδέας της αναγωγής στο υπέρτατο Εν, όπως υποστηρίζουν οι Νεοπλατωνικοί. Η Σχολή της Σαρτρ, με τους Βερνάρδο της Σαρτρ, τον Τιερύ της Σαρτρ, τον Γκιλμπερτ ντε Πορέ, του Ουίλιαμ ντε Κόνς, και τον Ιωάννη του Σαλίσμπουρυ, δείχνει μία καταφανή προτίμηση στα νεοπλατωνικά κείμενα παρά στον Αριστοτέλη. Επηρεασμένος από της σχολή υπήρξε και ο Αλαιν της Λιλ. Στις περιπτώσεις του Ισαάκ ντε Στελα ή του Άλχερ του Κλαιρβώ, και του Ριχάρδου του Σαν Βικτόρ, η γνώση του Νεοπλατωνισμού διαμεσολαβείται από τα γραπτά του Ιερού Αυγουστίνου. Στη Φραγκισκανή Σχολή του Παρισιού η αρχαία φιλοσοφία μελετάται μέσω του Αβερρόη και του Αβικένα. Εκπρόσωποί της υπήρξαν οι Αλέξανδρος της ΧαλΙωάννης λα Ροσέλ, ο Άγιος Μποναβεντούρα, ο Βάλτερ της Μπρυγκ, ο Ουίλιαμ ντε λα Μαρ, και ο Ματθαίος της Ακουασπάρτα. Αν και με τον Θωμά τον Ακινάτη ο Αριστοτελισμός υπήρξε κυρίαρχος, με τον Ανρί της Γκέντ και πάλι το βάρος πέφτει στον αυγουστίνιο Νεοπλατωνισμό. Πολύ σημαντικός μεταφραστής και ερμηνευτής του Πρόκλου υπήρξε επίσης ο Ουίλιαμ του Μόρμπεκε. Η Φραγκισκανή Σχολή της Οξφόρδης με διαπρέψαντες τους Ρομπέρτο Γκροσετέστε, τον Θωμά του Γιόρκ, τον Ρογήρο Βάκωνα, τον Ιωάννη Πέκχαμ, τον Ριχάρδο του Μίντλετάουν, τον Ιωάννη Ντουνς Σκότους, και τον Γουλιέλμο Όκκαμ, αν και εφάρμοζε την αριστοτελική συλλογιστική, αποδεχόταν το λογικό σχήμα της μετάβασης από τα γένη στα είδη και αντίστροφα του Νεοπλατωνισμού. Αλλά και οι Δομινικανοί Αλβέρτος ο Μέγας και ο μαθητής του Θωμάς Ακινάτης, αν και αυτοί αριστοτελικοί σχολαστικοί επέδειξαν συμπάθεια στα νεοπλατωνικά δόγματα. Μάλιστα στην εποχή τους το νεοπλατωνικό έργο Liber de Causis θεωρείτο αριστοτελικό. Με βάση τις ιδέες του Αλβέρτου, ο Ουίλιαμ του Μόουσμπουργκ συνέγραψε σχόλια στο έργο του Πρόκλου. Στο τέλος του Μεσαίωνα ο Καταλανός πολυμαθής Ραυμόνδο Λουλ, εμπνεύστηκε από το σύστημα του Ψευδο-Διονυσίου και του Σκώτου Εριγένη, όπως και τον νεοπλατωνικό μυστικισμό.
Όμως ιδιαίτερα τον 15ο αιώνα μ.Χ. με τον Γεώργιο Γεμιστό Πλήθωνα ο Νεοπλατωνισμός θα γνωρίσει μία αναγέννηση, όπως και εν γένει τα Γράμματα στα τελευταία χρόνια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Μαθητές του Πλήθωνα υπήρξαν οι ξενιτεμένοι λόγιοι Μανουήλ Χρυσολωράς και ο μετέπειτα καρδινάλιος της Καθολικής Εκκλησίας, Βησσαρίων, ενώ υπέρμαχός του ήταν και ο Μιχαήλ Αποστόλης από την Κρήτη. Βυζαντινοί λόγιοι, που στην διαμάχη Πλατωνισμού-Αριστοτελισμού της περιόδου πήραν το μέρος του Αριστοτέλη, ήταν ο Γεώργιος Τραπεζούντιος και ο Γεώργιος Σχολάριος, προσωπικός αντίπαλος του Πλήθωνα, και πρώτος πατριάρχης μετά την άλωση, ο Θεόδωρος Γαζής, ο Ανδρόνικος Κάλλιστος και ο Ματθαίος Καμαριώτης. Πάντως, τον 16ο αιώνα, έπειτα από την άλωση της Κωνσταντινούπολης, θα σημειωθεί στη νεοελληνική φιλοσοφία μία στροφή προς τον Νεο-αριστοτελισμό.
Κατά τον ύστερο Μεσαίωνα, εκτός από την άνθηση του Σχολαστικισμού, ο ποιητής Ντάντε Αλιγκέρι εφάρμοσε το νεοπλατωνικό σχήμα στη δόμηση του ποιητικού του έργου. Ο Πετράρχης, επίσης, φέρεται ότι είχε στην κατοχή του νεοπλατωνικά κείμενα στα λατινικά, εφαρμόζοντας νεοπλατωνικές αρχές στο έργο του, που δεν είναι μόνο λογοτεχνικό. Η ιταλική Αναγέννηση θα μεταφράσει τα κείμενα του Νεοπλατωνισμού και θα τα χρησιμοποιήσει για λογαριασμό της. Έτσι σοφοί, όπως ο Μαρσίλιο Φιτσίνο, ο Νικόλαος Κουζάνο και ο Πίκο ντε λα Μιραντόλα θα επηρεαστούν στη φιλοσοφία τους από το Νεοπλατωνισμό, δημιουργώντας μία νέα σχολή σκέψης. Ήδη καλλιτέχνες όπως ο Μιχαήλ Άγγελος ενστερνίστηκαν τις νεοπλατωνικές αισθητικές ιδέες. Ο Ιωάννης Κολέτ μετέφερε το Αναγεννησιακό Νεοπλατωνισμό στην Αγγλία, επηρεάζοντας και τον Τόμας Μουρ, τον Άγγλο συγγραφέα της Ουτοπίας· ακόμη και ο Τομάζο Καμπανέλλα, άλλος ουτοπιστής συγγραφέας, είχε πρόσβαση στις Εννεάδες μέσω λατινικών μεταφράσεων. Ο Φραντσέσκο Πατρίτζι και ο Φρανσέσκο ντε Βιέρι, είναι χαρακτηριστικά παραδείγματα Ιταλών λογίων που εντάσσονται στη βυζαντινή διαμάχη Αριστοτελισμού και Πλατωνισμού, υπερασπίζοντας τον Πλάτωνα. Συνάμα με τα εβραιολογικά και καββαλιστικά του ενδιαφέροντα, ο Γιόχαν Ρόυχλιν, γνώριζε τους Χαλδαϊκούς Χρησμούς, και μαζί με τον Ντεζιντέριο Έρασμο, ήταν σε μεγάλο βαθμό οπαδοί ενός Νεοπλατωνικού Ουμανισμού. Η νεοπλατωνική αρχή περί της άμεσης σχέσης ανθρώπου και θείου, προσιδιάζει στον Προτεσταντισμό του Μαρτίνου Λούθηρου και του Φιλίππου Μελάχθωνα, για την πηγή της οποίας ήταν ενήμεροι. Με την χρήση απόκρυφων νεοπλατωνικών όρων, κυρίως από τους Χαλδαϊκούς Χρησμούς, εκτός των άλλων, ο Χάινριχ Κορνήλιους Αγγρίπα φον Νέτεσχάιμ δημιούργησε ένα ολόκληρο σύστημα μαγείας και απόκρυφων τεχνών. Αλλά ο πιο γνωστός στην ίδια εποχή, είναι ο Παράκελσος, που απογοητευμένος από την Αριστοτελική τάση της εποχής του, στράφηκε στο Νεοπλατωνισμό. Ο Τζορντάνο Μπρουνο παρουσίασε, επίσης, πολλές νεοπλατωνικές ιδέες με νέο τρόπο, μη διστάζοντας να τις μεταμορφώσει ριζικά. Την αναγεννησιακή κληρονομιά του Νεοπλατωνισμού φέρουν ακόμη στην Ελισαβετιανή Αγγλία, ο αποκρυφιστής Τζον Ντη και ο σύγχρονός του ποιητής Έντμουντ Σπένσερ. Ο Ρόμπερτ Φλάντ υπήρξε ένας από τους τελευταίους μάγους της Αναγέννησης που ακολούθησε τη νεοπλατωνική γραμμή σκέψης. Ακόμη και στον επιστημονικό πεδίο, ο ηλιοκεντρισμός του Κοπέρνικου, είναι μία κατά γράμμα κατανόηση της σύγκρισης του Ενός προς τον ήλιο, κοινή στα νεοπλατωνικά κείμενα.
Όμως ο Νεοπλατωνισμός έμεινε γνωστός κυρίως για το μυστικό ρεύμα σκέψης που διέδωσε. Ο υστερομεσαιωνικός χριστιανικός μυστικισμός των Γερμανών Μάιστερ Έκχαρτ, Χένρυ Σούσο, Γιοχάννες Τάουλερ, του Φλαμανδού Ιωάννη Ρύσμπρεκ, των Άγγλων Τζούλιαν Νόρβιτς, Ρίτσαρντ Ρωλ και Βάλτερ Χίλτον, και του Γάλλου Ζαν Γκερσόν (είχε προηγηθεί ο Ούγος του Σαιν Βικτώρ) και της αγίας Τερέζα της Άβιλα, εμπνέεται από παρόμοια μυστική ζέση, όπως και του Ισπανού μυστικού του 16ου αιώνα, που έμεινε γνωστός με το όνομα Ιωάννης του Σταυρού. Η μυστική αυτή όψη του Νεοπλατωνισμού επηρέασε ολοφάνερα τον θεοσοφιστή Γιάκομπ Μπαίμε, το κίνημα του Ροδοσταυρισμού και τον Χριστιανικό Καββαλισμό, όπως και τον πολυπράγμονα Ιησουίτη Αθανάσιο Κίρχερ στον αιώνα του μπαρόκ.
Τη σκυτάλη θα πάρουν οι Πλατωνιστές του Καίμπριτς τον 17ο αιώνα (Μπένζαμιν Γουίτσκοτ, Χένρυ Μορ, Ράλφ Κάντγουορθ, Πήτερ Στέρρυ, Τζον Σμιθ, Ναθάνιελ Κάλβεργουελ, Αν Κόνγουευ και Τζον Νόρρις), οι οποίοι θα ενσωματώσουν στο έργο τους νεοπλατωνικές ιδέες. Κατά τον αιώνα αυτόν, πριν από τη διάδοση των ιδεών του Διαφωτισμού, ένας νεοπλατωνικού τύπου μονισμός και ενισμός χαρακτηρίζει το έργο του Νίκολας Μαλεμπράνς. Ο ποιητής Χένρυ Βώγκαν τον ίδιον αιώνα, γράφει νεοπλατωνικά ποιήματα, όπως ο Τζον Ντον και ο Τόμας Τράχερν. Στις απαρχές του Διαφωτισμού, κύριος μυστικός χριστιανός που οραματίζεται έναν ολόκληρο κόσμο θαυμάτων μακριά από τη γη, είναι ο Εμάνουελ Σβέντεμποργκ. Στη συνέχεια ο Φρήντριχ Ντάνιελ Έρνστ Σλάγιερμάχερ και ο μαθητής του, Ώγκουστ Νεάντερ (που έγραψε μία μελέτη για τον Ιουλιανό τον Παραβάτη), αν και έζησαν σε μία περίοδο όπου η μυστική θέα του Ενός και του κόσμου είχε παραμεριστεί, προσπάθησαν να την εντάξουν στο ερμηνευτικό έργο τους. Αργότερα με τον Τόμας Ταίηλορ (1758-1835) θα γίνει μία προσπάθεια μετάφρασης όλων των έργων του Πλάτωνα, του Πλωτίνου, του Πρόκλου και άλλων στην αγγλική γλώσσα. Το έργο του Ταίηλορ θα επηρεάσει τους ποιητές Γουίλιαμ Μπλαίηκ, Πέρσυ Μπυς Σέλλευ, Γιόχαν Βόλφανγκ Γκαίτε, Γουίλιαμ Γουόρτσγουορθ, αλλά και άλλους, όπως τον Αμερικανό Ράλφ Ουάλντο Έμερσον, τον Λόρδο Τέννυσον, και τον Βικτωριανό δραματουργό Ρόμπερτ Μπράουνινγκ. Ακόμη και στην ανατολική Ευρώπη, ο Πολωνός Άνταμ Μιτσκίεβιτς χρησιμοποιεί το Νεοπλατωνισμό στη ρομαντική ποίησή του. Ο Γκέοργκ Βίλχελμ Φρίντρηχ Χέγκελ, ο ποιητής Φρήντριχ Σίλλερ, και ο φιλόσοφος Φρήντριχ Σέλλινγκ επηρεάστηκαν γόνιμα από τη νεοπλατωνική διδασκαλία. Την εποχή εκείνη αν και δεν είχαν καλά κριτικά κείμενα ισορροπούσαν αυτήν τους την έλλειψη με φωτεινές παρατηρήσεις. Οι Γερμανοί και οι Γάλλοι νεοπλατωνιστές μέσα από την έκρηξη του Θετικισμού του 19ου αιώνα, θα προσπαθήσουν να αποδώσουν πιο πιστά το κλίμα της εποχής της δημιουργίας των νεοπλατωνικών κειμένων. Στο τέλος του αιώνα και στις αρχές του επόμενου θα διαδοθεί επίσης το Θεοσοφικό Κίνημα (οι όροι «Θεοσοφία» και «θεόσοφος» χρησιμοποιούνται από τον Πορφύριο και τον Ιάμβλιχο) με κύριους εκπροσώπους την Έλενα Πέτροβα Μπλαβάτσκυ και τον Ρούντολφ Στάινερ, που ανανέωσε μία σειρά από αρχαία νεοπλατωνικά διδάγματα, τα οποία ανέμιξε με άλλες πνευματικές δυτικές και ανατολικές παραδόσεις.
Έκτοτε, κατά τον 20ο αιώνα, η μελέτη του Νεοπλατωνισμού συνεχίζεται με μεγάλη καθυστέρηση. Πολλοί λογοτέχνες αισθάνονται περισσότερο οικείο το φιλοσοφικό αυτό ρεύμα, από το οποίο εμπνέονται, όπως ο νομπελίστας ποιητής Ουίλιαμ Μπάτλερ Γαίητς και ο Έζρα Πάουντ. Πρέπει να αναφερθεί ότι ο Αλμπέρ Καμύ, ή συγγραφείς λογοτεχνικών έργων, όπως ο Κλάιβ Λιούις, ο Τσάρλς Γουίλιαμς και ο γνωστότερος Τζον Ρόναλντ Ρούελ Τόλκιν, επηρεάζονται από μία μορφή Νεοπλατωνισμού. Η μεγάλη άνθηση των νεοπλατωνικών σπουδών συνέβη τα τελευταία 30 και περισσότερα χρόνια, όταν έγινε προσπάθεια να συνδεθεί ο Νεοπλατωνισμός π.χ. με τον Τσάρλς Πηρς, τον Άλφρεντ Νορντ Γουάιντχεντ, τη φιλοσοφία του Σανταγιάνα, με κάποιες θέσεις του Λούντβιχ Βιτγκενστάιν, το θεολογικό προβληματισμό του Πωλ Τίλλιχ, τον Κάρλ Γιάσπερς, αλλά και με τη μετα-νεωτερική σκέψη του Ζακ Ντεριντά, τον περσοναλιστικό υπαρξισμό του Εμμανουήλ Λεβινάς, την αισθητική θεωρία του Μάρτιν Χάιντεγγερ. Στις αρχές του 20ου αιώνα, επιρροή από το Νεοπλατωνισμό δέχτηκε o Ανρί Μπερκσόν και γενικά υπάρχει ένα ρεύμα γαλλικού Νεοπλατωνισμού με τον Ρενέ Αρνού, Μωρίς Μπλωντέλ, Εμίλ Μπρεγιέ, Ζαν Τρουγιάρντ, Αντρέ Ζαν Φεστουζιέρ, Ζαν Ντανιέλου, Ανρί ντε Λουμπάκ, Πιέρ Αντό (μαθητής του Πιερ Κουρσέλ), Ζαν Λύκ Μαριόν, και άλλους (όχι μόνο από την ηπειρωτική Γαλλία αλλά και στον Καναδά, όπου ξεχωρίζει ο Ζαν Μαρκ Ναρμπόν, μαθητής του Ζαν Πεπέν και του Ζωρζ Λερού). Αγγλοσάξονες πρωτοπόροι που συνέβαλλαν στη μελέτη του Νεοπλατωνισμού τον 20ο αιώνα, υπήρξαν ο Στέφεν ΜακένναΓουίλιαμ Ράλφ Ίνγκ, ο Έρικ Ρόμπερτσον Ντόντς και ο Άρθουρ Χίλαρυ Άρμστρονγκ, ο οποίος για ένα διάστημα έδινε διαλέξεις στον ίδιο κύκλο με τον Καρλ Γιούνγκ (η έννοια του «συλλογικού ασυνειδήτου» αντιστοιχεί στη νεοπλατωνική υπόσταση της Ψυχής). Ο Μισέλ Φουκώ χρησιμοποίησε όρους της φιλοσοφίας του Πλωτίνου, στην ύστερη περίοδο της ερμηνευτικής του υποκειμένου. Σημαντικός σταθμός για τη σημασία του κινήματος στην ιστορία των ιδεών υπήρξε η υποδειγματική ανάλυση του Άρθουρ Λάβτζόυ.
Στη Γερμανία ανανέωση στις νεοπλατωνικές σπουδές έφερε ο Βέρνερ Μπάιερβάλτες, καθώς τις συνέδεσε με τον Γερμανικό Ιδεαλισμό. Ακόμη ο Χάινριχ Ντέρυ, ο Ρίχαρντ Χάρντερ, ο Ρόμπερτ Μπόιτλερ και ο Βίλυ Τάιλερ συνέγραψαν μελέτες και εξέδωσαν νεοπλατωνικά κείμενα, όπως και ο νεώτερος Κλέμενς Τσίντσεν. Σύγχρονοι Θεολόγοι που μελέτησαν πτυχές του χριστιανικού Νεοπλατωνισμού υπήρξαν ο νεορθόδοξος Ρώσος Βλαντιμίρ Λόσκυ, ο Χάνς Ούρς φον Μπαλτάσαρ, ο Κάρλ Ράχνερ. Ιδιαίτερη απήχηση είχαν οι ιδέες του κινήματος στη θωμιστική αναγέννηση της Καθολικής Εκκλησίας του 20ου αιώνα. Ανάμεσα στους καθολικούς νεοπλατωνικούς συγκαταλέγονται ο Ζακ Μαριταίν και ο Γιόζεφ Πίπερ. Ο Τζιν Γκέμπσερ ακολούθησε τα ίχνη του κινήματος, εφόσον η θεωρία της εξέλιξης της συνείδησης, που υποστήριξε, νοηθεί ως εφαρμογή του νεοπλατωνικού σχήματος πρόοδος-στάση-επιστροφή.
Στην τσαρική Ρωσία έζησε ο Βλαντιμίρ Σολόβιεφ (1853-1900) που δέχτηκε την παγανιστική νεοπλατωνική επιρροή. Αργότερα ο Νικολάι Λόσκυ, που πέθανε το 1965, υπήρξε οπαδός του πλωτινικού Ιδεαλισμού. Στη Σοβιετική Ένωση όπως είναι γνωστό οι συνθήκες στάθηκαν απαγορευτικές για την ευδοκίμηση ιδεαλιστικών φιλοσοφιών. Είναι λοιπόν αξιοπρόσεχτο ότι έζησε και δημιούργησε ο Ρώσος νεοπλατωνικός φιλόσοφος Αλεξέι Φεντόροβιτς Λόσεφ. Από τη Ρωσία ξεκίνησε και ο Έλληνας αποκρυφιστής Γεώργιος Γκιουρτζίεφ, και ο συνεργάτης του Πήτερ Ουσπένσκυ. Στην Ιταλία του 19ου αιώνα, ο ποιητής και φιλόσοφος Τζάκομο Λεοπάρντι συνέγραψε έναν νεοπλατωνικό διάλογο. Κατά τον 20ο αιώνα, ο Τομάσο Παλαμιντέσι ίδρυσε την Αρχαιοσοφική Εταιρεία. Αλλά και σύγχρονοι Ινδοί φιλόσοφοι, όπως ο Σρι Αουρομπίνο, εξέφρασαν μία εμπειρική φιλοσοφική άποψη, που παραπέμπει στον παγανιστικό μυστικισμό. Επίσης, εδώ δεν αναφέρονται οι συγκριτικές έρευνες για τη σχέση του Νεοπλατωνισμού με άλλες θρησκείες, όπως είναι ο Βουδισμός, ο Ινδουισμός κλπ.
Πάμπολλοι είναι οι σημερινοί μελετητές του Νεοπλατωνισμού, συντονιστικό όργανο των οποίων αποτελεί η Διεθνής Εταιρεία Νεοπλατωνικών Σπουδών (ISNS). Εδώ δεν γίνεται βιβλιογραφική καταγραφή, αλλά επιλέγονται κάποιοι μελετητές που αφιέρωσαν τη ζωή τους στην έρευνα του παγανιστικού Νεοπλατωνισμού. Γνωστοί είναι οι Ρίτσαρντ Γουάλις, Τζον Ο’ Μιάρα, Ντομινίκ Ο’ Μιάρα, Ντενις Ομπράιεν, Τζον Ντίλον, Άντριου Σμίθ, Κέβιν Κόργκαν. Ο Τζον Γουίτακερ έζησε στην Βόρειο Αμερική, όπως οι πιο πρόσφατοι Φρέντερικ Σρέντερ, Λόυντ Γκέρσον, Γκρέγκορυ Σω, Τζον Φάιναμορ, στο Λονδίνο ο Ρίτσαρντ Σόραμπσι και ο Λουκάς Σιορβάνες. Ο Χένρυ Μπλούμενταλ, ο Κάρλος Στιλ, ο Κρίστιαν Βίλντεμπεργκ, συνέγραψαν αξιοσημείωτα έργα, όπως ο Ισλανδός Έιγιολφουρ Έμιλσον και η Ιταλίδα Μαρία Λουίζα Γκάτι. Η Άνν Σέπαρντ και η Σάρα Ρέιπ ασχολήθηκαν με ιδιαίτερη επιτυχία με την έρευνα του πεδίου, όπως και ο πολυγραφότατος Τζον Ρίστ. Ο νεορθόδοξος μελετητής Έντουαρντ Μουρ από την Βόρειο Αμερική συνδύασε στοχαστικά τη Βυζαντινή φιλοσοφία με το Νεοπλατωνισμό. Από τη Γαλλία ο Λυκ Μπρισσόν ολοκλήρωσε μία νέα σχολιασμένη μετάφραση του έργου του Πλωτίνου. Το κριτικό κείμενο των Εννεάδων εξέδωσαν τον 20ο αιώνα οι Πωλ Ανρί και Χάνς Ρούντολφ Σβάιτσερ. Ο Ντομινίκ Σάφρευ και ο Λύντερντ Γουέστερνινκ συνέβαλαν στην έκδοση έργων του Πρόκλου. Ο Ισπανός Χεσούς Ιγκάλ εξέδωσε τις Εννεάδες με μετάφραση στη γλώσσα του, όπως και ο Βινσένσο Σιλέντο στα Ιταλικά. Ο Άλγις Ουσνταβίνις συνέθεσε μελέτες για τον παγανιστικό Νεοπλατωνισμό ιδιαίτερης πνευματικότητας.
Στη Νεώτερη Ελλάδα ο Γεώργιος Βιζυηνός τον 19ο αιώνα συνέγραψε μία διατριβή για τον Πλωτίνο. Ο Ιωάννης Λογοθέτης το 1922 συνέγραψε μία μονογραφία για την πλωτινική ψυχολογία, ενώ ο Ιωάννης Θεοδωρακόπουλος εκτός της γερμανικής διατριβής του για τον Πλωτίνο, δημοσίευσε ένα έργο όπου συγκρίνει τους Πλάτωνα-Ωριγένη-Πλωτίνο. Οι ποιητικές ιεραρχίες του Νίκου Καζαντζάκη απηχούν το νεοπλατωνικό τρόπο σκέψης. Ακόμη ο ακαδημαϊκός Ευάγγελος Μουτσόπουλος και οι μαθητές του  (Άννα Κελεσίδου-Γαλανού, Ανδρέας Μάνος κ.ά.) πλούτισαν με πάμπολλες μελέτες την ελληνική και ξένη βιβλιογραφία για το Νεοπλατωνισμό. Σημαντική είναι και η συμβολή της Νικολίτσας Γεωργοπούλου, του Γρηγόρη Κωσταρά και των μαθητών τους. Εκτός της εγελιανής επιρροής μέσω του Εμίλ Μπρεγιέ στον μελετητή της Βυζαντινής Φιλοσοφίας Βασίλειο Τατάκη, θεμελιώδης είναι η μελέτη του Νεοπλατωνισμού στη Βυζαντινή φιλοσοφία από τον Λίνο Μπενάκη· εκτός από  τις επιμέρους μελέτες του για την πρόσληψη του Νεοπλατωνισμού στο Βυζάντιο, συντόνισε μία σειρά έκδοσης δυσεύρετων κειμένων Βυζαντινών φιλοσόφων, που φώτισαν άγνωστες αλλά γόνιμες όψεις της ιστορίας του Νεοπλατωνισμού· παράλληλα έδωσε κριτικές και ερμηνευτικές εκδόσεις ο ίδιος ενός κειμένου του Μιχαήλ Ψελλού και του Προτρεπτικού του Ιαμβλίχου. Ο σύγχρονος πολυγραφότατος μελετητής του Πλωτίνου Παύλος Καλλιγάς, εκτός των διάφορων μελετών του, εδώ και τρεις δεκαετίες προσπαθεί να ολοκληρώσει μία κριτική και σχολιασμένη έκδοση του συνολικού έργου του Πλωτίνου (έχει εκδώσει ήδη το Περί Πλωτίνου Βίου του Πορφύριου, και σε ξεχωριστούς τόμους τις πέντε πρώτες Εννεάδες). Ακόμη η Πολύμνια Αθανασιάδη έδωσε μία εμπεριστατωμένη βιογραφία του Ιουλιανού και άλλα κείμενα. Στη μελέτη του Πρόκλου εστίασαν κυρίως, ο Χρήστος Τερέζης και οι μαθητές του. Από την Αμερική, επίσης, ο Χρήστος Ευαγγελίου, ο Ιωάννης Αντωνόπουλος (John Anton) και η νεώτερη Αφροδίτη Αλεξανδράκη, εδώ και δεκαετίες συνέβαλαν αποφασιστικά στην διεθνή προώθηση των νεοπλατωνικών σπουδών. Άλλοι σύγχρονοι Έλληνες μελετητές που φώτισαν συγκεκριμένες όψεις του παγανιστικού Νεοπλατωνισμού από τον 3ο έως τον 6ο αιώνα μ.Χ. είναι η Γεωργία Αποστολοπούλου, ο Θεοδόσης Πελεγρίνης, ο Ευάγγελος Ρούσσος, η Τερέζα Πεντζοπούλου-Βαλαλά, ο Φίλιππος Νικολόπουλος, η Νίκη Χαρά Μπανάκου Καραγκούνη, ο Γιώργος Καραγιάννης, ο Ιάκωβος Πηλίλης, ο Κλειτος Ιωαννίδης, ο Λάμπρος Σιάσος, ο Ιωάννης Τζαβάρας, η Σωτηρία Τριαντάρη, ο Γιώργος Καραμανώλης, ο Αλέξιος Πέτρου, ο Παναγιώτης Τζαμαλίκος, η Χριστίνα Νικηταρά Παναγιώτα, ο Γιάννης Σταματέλλος, ο Σπύρος Ράγκος, ο Ηλίας Τεμπέλης, η Χριστίνα-Παναγιώτα Μανωλέα, ο Γεώργιος Λέκκας, η Παναγιώτα Βασιλοπούλου, ο Γιώργος Φουντουλάκης, ο Στυλιανός Ταβουλάρης, ο Κώστας Αθανασόπουλος, ο Κωνσταντίνος Μακρής, ο Ιωάννης Παπαχρήστου, ο Νικήτας Σινιόσογλου, ο Παναγιώτης Παύλος, κ.ά.
Κατά τη μακρά πορεία της Δυτικής σκέψης, ο Νεοπλατωνισμός γνώρισε αναβιώσεις και αναγεννήσεις Σε όλες τις ιστορικές περιόδους, και στη σύγχρονη εποχή, ο Νεοπλατωνισμός επηρέασε στοχαστές και αναζωογονήθηκε παίρνοντας ποικίλες μορφές. Ο Νεοπλατωνισμός ως κοσμοθεωρία ολοκληρώθηκε κατά τους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες, αλλά συνέχισε να ανανεώνεται και να αναπτύσσεται πολύτροπα. Αν και αυτό το φιλοσοφικό ρεύμα διαφάνηκε ότι παρουσιάζει μία ιστορική πορεία, είναι ταυτόχρονα ένας σταθερός τρόπος και σύστημα έκφρασης του υπάρχοντος. Η μορφοποίηση και μεταβολή των βασικών αρχών του κινήματος μπορεί να συνδεθεί με γενικές πολιτιστικές και εμπειρικές αλήθειες, εφόσον οι εκπρόσωποί του διατείνονται ότι ερμηνεύουν την πραγματικότητα με βάση το λόγο και το μυστικό βίωμα.
                                                                                                  
                                                         Κατελής Βίγκλας