Αν και το έργο του Ερνέστ Ρενάν (Ernest Renan) με τίτλο Ο Μάρκος Αυρήλιος, ή το τέλος του αρχαίου κόσμου (Marc Auréle, ou la fin du
monde antique, 1881), αφορά πρώτιστα έναν στωικό και όχι νεοπλατωνικό φιλόσοφο,
τον Μάρκο Αυρήλιο, η περιγραφή του έχει ιδιαίτερη σημασία όχι μόνο λόγω της
γλαφυρότητας της γλώσσας του, αλλά και τη μεγάλη πολυμάθειά του. Περιέχει μία
παρουσίαση όλων των ιστορικών και θρησκευτικών εξελίξεων που σηματοδότησαν το
τέλος του αρχαίου κόσμου και οι οποίες στην εποχή του Πλωτίνου, έναν αιώνα μετά τη
βασιλεία του Ρωμαίου βασιλέα και φιλοσόφου, είχαν ήδη αρχίσει. Παραθέτω το 27ο κεφάλαιο του έργου σε ιδία μετάφραση.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
27ο
Στις
5 Αυγούστου του 178, ο άγιος αυτοκράτορας εγκατέλειψε τη Ρώμη για να
επιστρέψει, με τον Κόμοδο, σε αυτούς τους ατελείωτους πολέμους του Δούναβη,
τους οποίους ήθελε να ολοκληρώσει με το σχηματισμό των επαρχιών ώστε να
εγκαθιδρύσει σταθερά σύνορα. Οι επιτυχίες ήταν λαμπρές. Έμοιαζε να αγγίζουν το
τέρμα που ήταν τόσο επιθυμητό, και που δεν είχε καθυστερήσει παρά η εξέγερση
του Αβίδιου. Λίγοι μήνες ακόμη και η στρατιωτική επιχείρηση, η πιο σημαντική
του 2ου αι. θα τελείωνε. Δυστυχώς ο αυτοκράτορας ήταν πολύ αδύναμος.
Είχε το στομάχι του τόσο κατεστραμμένο, που συχνά ζούσε μία ολόκληρη μέρα με
μερικές λήψεις θηριακής. Δεν έτρωγε παρά όταν είχε να δημηγορήσει στους
στρατιώτες. Η Βιέννη πάνω στο Δούναβη ήταν, φαίνεται, το κέντρο διοίκησης του
στρατού. Μία μεταδοτική ασθένεια βασίλευε στη χώρα, εδώ και αρκετά χρόνια, και
αποδεκάτιζε τις λεγεώνες.
Στις
10 Μαρτίου του 180, ο αυτοκράτορας αρρώστησε. Χαιρέτησε αμέσως το θάνατο σα να
ήταν ευπρόσδεκτος, απείχε από κάθε τροφή και κάθε ποτό, δεν μίλησε και δεν έδρασε στο εξής παρά από την άκρη του
τάφου. Προσκαλώντας τον Κόμοδο, τον παρακάλεσε να ολοκληρώσει τον πόλεμο για να
μη φανεί καθόλου ότι πρόδωσε το κράτος με μία επισπευσμένη αναχώρηση. Την έκτη
μέρα της ασθένειάς του, κάλεσε τους φίλους του και τους μίλησε με το ύφος που
είχε συνήθως, δηλαδή με μία ελαφριά ειρωνεία, για την απόλυτη ματαιότητα των
πραγμάτων και για τα ελάχιστα που πρέπει να κάνει κανείς για το θάνατο. Αυτοί
έχυναν άφθονα δάκρυα: «Γιατί κλαίτε για μένα; Τους είπε. Σκεφτείτε να σώσετε το
στρατό. Εγώ απλώς προηγούμαι· αντίο!» Θέλησαν να μάθουν σε ποιόν παρέδιδε το
γιο του: «σε σας, είπε εκείνος, αν είναι άξιος για εσάς και στους αθάνατους θεούς».
Ο στρατός ήταν απαρηγόρητος· επειδή λάτρευε το Μάρκο Αυρήλιο και έβλεπε πάρα
πολύ καλά σε ποια άβυσσο δεινών θα έπεφταν μετά από αυτόν. Ο αυτοκράτορας είχε
ακόμη τη δύναμη να παρουσιάσει τον Κόμοδο στους στρατιώτες. Η τέχνη του να
διατηρεί την ηρεμία μέσα στους πιο μεγάλους πόνους τον βοήθησε να διατηρήσει,
αυτήν τη σκληρή στιγμή, ένα ήρεμο πρόσωπο.
Την
έβδομη μέρα, ένοιωσε το τέλος να πλησιάζει. Δε δέχτηκε πια παρά το γιο του, και
τον έδιωξε ύστερα από μερικές στιγμές, από φόβο μήπως τον δει να προσβάλλεται
από το κακό από το οποίο ο ίδιος είχε προσβληθεί· ίσως δεν ήταν παρά ένα
πρόσχημα για να απαλλαχθεί από τη βδελυρή παρουσία του. Έπειτα σκέπασε το
κεφάλι του σα να κοιμάται. Την επόμενη νύχτα, παρέδωσε την ψυχή. Μετέφεραν το
σώμα του στη Ρώμη και το ενταφίασαν στο μαυσωλείο του Αδριανού. Η θέρμη του
σεβασμού του λαού ήταν συγκινητική. Τέτοια ήταν η αφοσίωση που είχαν γι’ αυτόν,
ώστε δεν τον προσαγόρευαν ποτέ με το όνομα του ή τους τίτλους του. Καθένας
ανάλογα με την ηλικία του τον καλούσε «Μάρκο, πατέρα μου, Μάρκο, αδελφέ μου, Μάρκο,
γιε μου». Την ημέρα της κηδείας του, δεν έχυσαν σχεδόν καθόλου δάκρυα, όλοι
ήταν βέβαιοι ότι είχε επιστρέψει στους Θεούς, που τον είχαν δανείσει για μια
στιγμή στη γη. Κατά τη διάρκεια της ίδιας της τελετής της κηδείας, τον
ανακήρυξαν «ελεήμων Θεό» με έναν αυθορμητισμό χωρίς προηγούμενο. Κήρυξαν
ιερόσυλο όποιον δεν θα είχε, με την προϋπόθεση ότι τα μέσα του το επέτρεπαν,
την εικόνα του στο σπίτι του. Και αυτή η λατρεία δεν ήταν όπως τόσες εφήμερες
αποθεώσεις. Εκατό χρόνια μετά, το άγαλμα του Μάρκου Αντωνίνου βρισκόταν σε ένα
μεγάλο αριθμό ναΐσκων ανάμεσα στους εφέστιους Θεούς. Ο αυτοκράτορας
Διοκλητιανός έτρεφε γι’ αυτόν μία ξεχωριστή λατρεία. Το όνομα του Αντωνίνου στο εξής ήταν ιερό. Έγινε όπως
αυτό του Καίσαρα και του Αυγούστου, ένα είδος συμβόλου της
αυτοκρατορίας, ένα γνώρισμα της ανθρώπινης και πολιτικής κυριαρχίας. Το numen
Antoninum ήταν, όπως το ευεργετικό άστρο αυτής της αυτοκρατορίας, της οποίας το
θαυμαστό πρόγραμμα έμεινε στον αιώνα που ακολούθησε, μία μομφή, μία ελπίδα, μία
λύπη. Είδαμε ψυχές τόσο λίγο ποιητικές, όπως αυτή του Σεπτίμιου Σεβήρου, να το
ονειρεύονται σαν ένα χαμένο ουρανό. Ακόμη και ο Κωνσταντίνος υποκλίθηκε μπροστά
σε αυτήν την ήπια θεικότητα και θέλησε το χρυσό άγαλμα των Αντωνίνων να
συγκαταλέγεται ανάμεσα σε αυτά των απογόνων και κηδεμόνων της εξουσίας του, που
βασίστηκε, ωστόσο, σε τελείως διαφορετικούς οιωνούς.
Ποτέ
λατρεία δεν ήταν πιο νόμιμη, και είναι δική μας ακόμη και σήμερα. Ναι, όλοι,
μηδενός εξαιρουμένου, φέρουμε στην καρδιά μας το πένθος του Μάρκου Αυρήλιου,
σαν να είχε πεθάνει χτες. Μαζί του, η φιλοσοφία βασίλεψε. Για μια στιγμή, χάρη
σε αυτόν, ο κόσμος κυβερνήθηκε από τον άνδρα τον καλύτερο και τον πιο μεγάλο
του αιώνα του. Είναι σημαντικό που υπήρξε αυτή η εμπειρία. Θα υπάρξει άραγε,
μία δεύτερη φορά; Η νεότερη φιλοσοφία, όπως η αρχαία φιλοσοφία, θα φτάσει άραγε
να βασιλέψει με τη σειρά της; Θα έχει το δικό της Μάρκο Αυρήλιο περιστοιχισμένο
από Φρόντωνες και από Ιούνιους Ρούστικους; Η διακυβέρνηση των ανθρώπινων
πραγμάτων θα ανήκει ακόμη μία φορά στους πιο σοφούς; Τι σημασία έχει, αφού αυτή
η βασιλεία αν υπάρχει μία μέρα, η βασιλεία των τρελών θα την διαδεχτεί χωρίς
αμφιβολία ακόμη μία φορά; Συνηθισμένη να θεωρεί με καλό μάτι την αιώνια πλάνη
των ανθρώπινων ψευδαισθήσεων, η μοντέρνα φιλοσοφία γνωρίζει το νόμο των
πρόσκαιρων γυρισμάτων της γνώμης. Αλλά θα ήταν περίεργο να αναζητούμε αυτό που
θα προέκυπτε από τέτοιες αρχές, εάν ποτέ αυτές έφταναν στην εξουσία. Θα υπήρχε
ευχαρίστηση στο να κατασκευάσουμε εκ των προτέρων το Μάρκο Αυρήλιο των
μοντέρνων καιρών, να δούμε ποιο μίγμα δύναμης και αδυναμίας θα δημιουργούνταν
μέσα σε μία ψυχή εκλεκτή, η οποία θα έτεινε προς την πιο μεγάλη δράση, έχοντας
το είδος του ιδιαίτερου στοχασμού της δικής μας ηλικίας. Θα μας άρεσε να δούμε,
πως η κριτική θα γνώριζε να συνδυάσει την πιο υψηλή αρετή και το πιο ζωηρό
πάθος για το καλό, ποια στάση θα κρατούσε ένας διανοητής αυτής της σχολής
μπροστά στα κοινωνικά προβλήματα του 19ου αι., με ποια τέχνη θα
κατόρθωνε να τα ξεπεράσει, να τα απαλύνει, να τα παρακάμψει ή να τα επιλύσει.
Αυτό που είναι σίγουρο, είναι ότι ο άνθρωπος που καλείται να κυβερνήσει τους
ομοίους του θα πρέπει πάντα να διαλογίζεται πάνω στο εξαιρετικό πρότυπο του
ηγεμόνα που η Ρώμη προσέφερε στις καλύτερες μέρες της. Είναι αλήθεια ίσως ότι
μπορεί να το ξεπεράσει σε ορισμένα μέρη της τέχνης της διακυβέρνησης, που δεν
έγιναν γνωστά παρά στους μοντέρνους καιρούς, όμως ο γιος του Αννιου Βέρου θα
μείνει πάντα αξεπέραστος για τη δύναμη της ψυχής του, την καρτερία του, την
ολοκληρωμένη ευγένειά του και την εντέλεια της καλοσύνης του.
Η
ημέρα του θανάτου του Μάρκου Αυρήλιου μπορεί να θεωρηθεί ως η κρίσιμη στιγμή,
όπου η καταστροφή του αρχαίου πολιτισμού αποφασίστηκε. Στη φιλοσοφία ο μεγάλος
αυτοκράτορας είχε τοποθετήσει τόσο υψηλά το ιδανικό της αρετής που κανείς δεν
όφειλε να φροντίσει να το ακολουθήσει· στην πολιτική, εξαιτίας του ότι δεν είχε
διαχωρίσει εκ βαθέων τα καθήκοντά του πατέρα από αυτά του καίσαρα, ξανάνοιξε,
χωρίς να το θέλει, την περίοδο των τυράννων και αυτήν της αναρχίας. Στη
θρησκεία, λόγω της πολύ μεγάλης προσήλωσης σε μία θρησκεία του κράτους, της
οποίας έβλεπε καλά την αδυναμία, ετοίμασε το βίαιο θρίαμβο της μη επίσημης
λατρείας και άφησε να πλανιέται σε βάρος της μνήμης του μία μομφή, άδικη, είναι
αλήθεια, αλλά της οποίας τη σκιά δε θα έπρεπε να βρούμε σε μία ζωή τόσο αγνή.
Σε όλα, με εξαίρεση τους νόμους, η αποδυνάμωση ήταν αισθητή. Είκοσι χρόνια
καλοσύνης είχαν χαλαρώσει τη διοίκηση και είχαν ευνοήσει τις καταχρήσεις.
Κάποια αντίδραση προς την κατεύθυνση των ιδεών του Αβίδιου Κάσσιου ήταν
απαραίτητη· στη θέση αυτού, είχαμε μία πλήρη κατάρρευση. Τρομερή απογοήτευση
για τους αγαθούς ανθρώπους! Τόση αρετή, τόση αγάπη δεν κατέληξαν παρά στο να
εναποθέσουν τον κόσμο στα χέρια ενός εκδορέα ζώων, ενός μονομάχου! Μετά από
αυτήν την ωραία εμφάνιση ενός Ηλύσιου κόσμου στη γη, ξαναπέφτουμε στην κόλαση
των Καισάρων, που πιστεύαμε ότι είχε κλείσει για πάντα! Η πίστη στο καλό είχε
λοιπόν χαθεί. Μετά τον Καλιγούλα, μετά το Νέρωνα, μετά το Δομιτιανό, μπορούσαμε
να ελπίζουμε ακόμα. Οι εμπειρίες δεν ήταν αποφασιστικές. Τώρα, είναι μετά την
πιο μεγάλη προσπάθεια κυβερνητικού ορθολογισμού, μετά ογδόντα τέσσερα χρόνια
ενός εξαίσιου πολιτεύματος, μετά το
Νέρβα, τον Τραϊανό, τον Αδριανό, τον Αντωνίνο, το Μάρκο Αυρήλιο, που η βασιλεία
του κακού ξαναρχίζει, χειρότερη παρά ποτέ. Αντίο αρετή· αντίο λογική. Αφού ο
Μάρκος Αυρήλιος δεν μπόρεσε να σώσει τον κόσμο, ποιος θα τον σώσει; Τώρα, ζήτω
οι τρελοί! Ζήτω το παράλογο! Ζήτω οι Σύριοι και οι αμφιλεγόμενοι Θεοί τους! Οι
σοβαροί γιατροί δεν μπόρεσαν να κάνουν τίποτα. Ο άρρωστος είναι πιο άσχημα παρά
ποτέ. Προσκαλέστε τους κομπογιαννίτες· αυτοί γνωρίζουν συχνά καλύτερα από τους
αξιότιμους επαγγελματίες τι χρειάζεται ο λαός.
Αυτό
που είναι πράγματι λυπηρό, είναι ότι η μέρα του θανάτου του Μάρκου Αυρήλιου,
τόσο θλιβερή για τη φιλοσοφία και τον πολιτισμό, ήταν για τον χριστιανισμό μία
ωραία μέρα. Ο Κόμοδος, έχοντας λάβει ως καθήκον να πράττει σε όλα το αντίθετο
από αυτό που είχε δει, εμφανίστηκε λιγότερο δυσμενής προς τον χριστιανισμό από
τον ένδοξο πατέρα του. Ο Μάρκος Αυρήλιος είναι ο τέλειος Ρωμαίος, με τις
παραδόσεις και τις προκαταλήψεις του. Ο Κόμοδος δεν ανήκει σε καμία φυλή.
Αγαπούσε τις αιγυπτιακές λατρείες· ο ίδιος, με ξυρισμένο το κεφάλι, προίστατο
στις λιτανείες, παρουσιαζόταν ως Ανούβις, εκτελούσε όλες τις τελετουργίες όπου
ευχαριστιόνταν οι γυναικούλες. Παρουσιάστηκε σε αυτήν την στάση στα μωσαϊκά των
περιστυλίων των κήπων του. Είχε χριστιανούς στο υπηρετικό του προσωπικό. Η
μαιτρέσα του η Μαρκία ήταν σχεδόν χριστιανή και χρησιμοποιούσε την επιρροή, που
της έδινε η αγάπη, για να ανακουφίζει την τύχη των ομολογητών, που ήταν
καταδικασμένοι στα ορυχεία στην Σαρδηνία. Το μαρτύριο των Σιλλιτανών που έλαβε
χώρα στις 17 Ιουλίου 180, τέσσερις μήνες κατά συνέπεια μετά την άνοδο του
Κόμοδου, ήταν χωρίς αμφιβολία η συνέπεια των διαταγών που δόθηκαν πριν το
θάνατο του Μάρκου, και που η καινούργια κυβέρνηση δεν είχε ακόμη τον χρόνο να
αποσύρει. Ο αριθμός των θυμάτων επί Κόμοδου φαίνεται ότι ήταν λιγότερο
σημαντικός από αυτόν επί Αντωνίνου και Μάρκου Αυρήλιου. Αυτό είναι τόσο
αληθινό, όσο και ότι ο πόλεμος ανάμεσα στους ρωμαϊκούς νόμους και τον
χριστιανισμό ήταν θανάσιμος. Ο Δέκιος, ο Βαλέριος, ο Αυρηλιανός, ο
Διοκλητιανός, που θα προσπαθήσουν να
επαναφέρουν τα παλιά αποφθέγματα της αυτοκρατορίας, θα οδηγηθούν να
είναι τρομεροί διώκτες, ενώ οι αυτοκράτορες που ήταν ξένοι προς το ρωμαϊκό
πατριωτισμό, όπως ο Αλέξανδρος Σεβήρος, ο Φίλιππος ο Άραβας, οι καίσαρες της
Παλμύρας, θα φανούν ανεκτικοί.
Με
μία εξουσία λιγότερο καταστροφική από αυτήν ενός αχαλίνωτου στρατιωτικού
δεσποτισμού, η αυτοκρατορία, ακόμα και μετά την κατάρρευση της ρωμαϊκής αρχής
με το θάνατο του Μάρκου Αυρήλιου, θα είχε μπορέσει να ζήσει περισσότερο, να
προσφέρει ειρήνη στον χριστιανισμό έναν αιώνα πιο πριν, που δεν το έπραξε, και
να αποφύγει έτσι το ποτάμι του αίματος που έχυσαν ανώφελα ο Δέκιος και ο
Διοκλητιανός. Ο ρόλος της ρωμαϊκής αριστοκρατίας είχε τελειώσει· αφού είχε
χρησιμοποιήσει την τρέλα τον 1ο αι., είχε οδηγηθεί στην αρετή στο
δεύτερο. Αλλά οι κρυμμένες δυνάμεις της μεγάλης μεσογειακής ομοσπονδίας δεν
είχαν εξαντληθεί. Έπειτα από την κατάρρευση του πολιτικού οικοδομήματος, που
χτίστηκε πάνω στον τίτλο της οικογένειας του Αυγούστου, παρουσιάστηκε μία
επαρχιώτικη δυναστεία, οι Φλάβιοι, για να ηγηθούν της αυτοκρατορίας· με τον
ίδιο τρόπο, μετά την κατάρρευση του οικοδομήματος που χτίστηκε με τα ψηφίσματα
της υψηλής ρωμαϊκής τάξης των ευγενών, βρέθηκαν επαρχιώτες, Ανατολικοί, Σύριοι,
ώστε να ηγηθούν του μεγάλου σωματείου, όπου όλοι έβρισκαν ειρήνη και κέρδος. Ο
Σεπτίμιος Σεβήρος επανέλαβε χωρίς καμία ηθική άνοδο, αλλά όχι χωρίς δόξα, αυτό
που είχε πράξει ο Βεσπασιανός.
Βέβαια, οι άνθρωποι αυτής της νέας δυναστείας
δεν είναι συγκρίσιμοι με τους μεγάλους αυτοκράτορες του 2ου αι.
Ακόμα και ο Αλέξανδρος Σεβήρος, που είναι ίσος με τον Αντωνίνο, και το Μάρκο ως
προς την καλοσύνη, είναι πολύ κατώτερος τους ως προς την ευφυΐα και την
ευγένεια. Η αρχή της διακυβέρνησης είναι απεχθής· είναι η πλειοδοσία σε
φιλοφρονήσεις απέναντι στις λεγεώνες και η συνέπεια της εξέγερσης κατά τη
μειοδοσία· δεν απευθύνονται στον στρατιώτη παρά με το βαλάντιο στο χέρι. Ο
στρατιωτικός δεσποτισμός δεν περιβλήθηκε ποτέ μορφή πιο επαίσχυντη· αλλά ο
στρατιωτικός δεσποτισμός μπορεί να έχει μακρόν βίο δίπλα σε αποκρουστικά
θεάματα, όπως επί αυτών των Σύρων αυτοκρατόρων, που περιφρονούμε, πόσες
μεταρρυθμίσεις! Τι πρόοδος στη νομοθεσία! Τι μέρα σαν αυτή (επί Καρακάλλα),
όπου κάθε άνθρωπος ελεύθερος, που κατοικεί στην αυτοκρατορία φτάνει ως την
ισότητα των δικαιωμάτων! Δεν πρέπει να υπερβάλλουμε ως προς τα πλεονεκτήματα
που προσέφερε τότε αυτή η ισότητα· οι λέξεις, ωστόσο, δεν είναι ποτέ τελείως
κενές στην πολιτική. Κληρονομήσαμε εξαιρετικά πράγματα. Οι φιλόσοφοι της σχολής
του Μάρκου Αυρήλιου είχαν εξαφανιστεί· αλλά οι νομομαθείς τους αντικατέστησαν.
Ο Παπινιανός, ο Ουλπιανός, ο Παύλος, ο Γάιος, ο Μοντεστίνος, ο Φλωρεντίνος, ο
Μαρκιανός, κατά τη διάρκεια απαίσιων χρόνων, οδηγούνται σε αριστουργήματα και
δημιουργούν πράγματι το δίκαιο του
μέλλοντος. Πολύ κατώτεροι από τον Τραϊανό και τους Αντωνίνους ως προς τις
πολιτικές παραδόσεις, οι Σύριοι αυτοκράτορες, εκ του γεγονότος μάλιστα ότι δεν
είναι Ρωμαίοι και δεν έχουν καμία ρωμαϊκή προκατάληψη, δείχνουν συχνά μία
αγχίνοια που δεν μπορούσαν να έχουν οι μεγάλοι αυτοκράτορες του 2ου
αι., όλοι τόσο βαθιά συντηρητικοί. Αυτοί επιτρέπουν και ενθαρρύνουν ακόμη τους
συλλόγους ή τα συνδικάτα. Φτάνοντας προς αυτήν την κατεύθυνση μέχρι την
υπερβολή, θα ήθελαν σωματεία επαγγελμάτων οργανωμένα σε κάστες, με ξεχωριστές
ενδυμασίες. Ανοίγουν διάπλατα τις πύλες της αυτοκρατορίας. Ένας από αυτούς, ο
γιος της Μαμμαίας, αυτός ο καλός και συγκινητικός Αλέξανδρος Σεβήρος, φτάνει,
σχεδόν, με την πληβεία καλοσύνη του, τις πατρίκειες αρετές των ωραίων αιώνων·
οι πιο υψηλές σκέψεις ωχριούν εμπρός στις ειλικρινείς διαχύσεις της καρδιάς
του.
Είναι κυρίως στη θρησκεία
που οι αυτοκράτορες, οι επονομαζόμενοι Σύριοι, εγκαινιάζουν ένα εύρος ιδεών και
μία ανοχή άγνωστες έως τότε. Αυτές, οι Σύριες από την Έμεσα, ωραίες, έξυπνες,
τολμηρές μέχρι την ουτοπία, η Ιουλία Δόμνα, η Ιουλία Μαίσα, η Ιουλία Μαμμαία, η
Ιουλία Σοαιμιάς, δεν συγκρατούνται από καμία παράδοση, ούτε κοινωνική
ευπρέπεια. Τολμούν αυτό που καμία Ρωμαία δεν είχε τολμήσει· εισέρχονται στη
Σύγκλητο, εκεί απελευθερώνονται, διοικούν αποτελεσματικά την αυτοκρατορία,
ονειρεύονται τη Σεμίραμις και τη Νίτωκρις. Να τι δεν είχε πράξει μία Φαουστίνα,
παρά την ελαφρότητά της· τη σταμάτησαν η διακριτικότητα, η αίσθηση του γελοίου,
οι κανόνες της καλής ρωμαϊκής κοινωνίας. Οι Σύριες δεν οπισθοχωρούν εμπρός σε
τίποτα. Έχουν μία σύγκλητο γυναικών, που δημοσιεύει υπό τύπον νόμου όλες τις
εκκεντρικότητες. Η ρωμαϊκή λατρεία τους φαίνεται ψυχρή και ασήμαντη. Χωρίς να
είναι προσκολλημένες σε καμία οικογενειακή λογική και με τη φαντασία τους να
βρίσκεται πιο πολύ σε αρμονία με τον χριστιανισμό, παρά με τον ιταλικό
παγανισμό, αυτές οι γυναίκες αρέσκονται σε αφηγήσεις ταξιδιών των Θεών επί της
γης· ο Φιλόστρατος τις μαγεύει με τον Απολλώνιο του· ίσως είχαν μία μυστική
προσχώρηση στον χριστιανισμό. Κατά τη διάρκεια αυτής της εποχής, οι τελευταίες
αξιοσέβαστες κυρίες της αρχαίας κοινωνίας, όπως αυτή η μεγάλη κόρη του Μάρκου
Αυρήλιου, τιμώμενη από όλους, την οποία ο Καρακάλλας έβαλε να σκοτώσουν, είχαν
μία σκοτεινή συμμετοχή σε ένα όργιο που παρουσίαζε, σε σχέση με τις νεανικές
τους αναμνήσεις, μία τόσο παράξενη αντίθεση. Οι επαρχίες και κυρίως οι επαρχίες
της Ανατολής, πολύ πιο δραστήριες και πιο ζωηρές από αυτές της Δύσης, σημείωναν
οριστικά άνοδο. Βέβαια ο Ηλιογάβαλος
ήταν ένας απερίσκεπτος· και η δική του χίμαιρα ωστόσο, μιας κεντρικής μονοθεϊστικής
λατρείας, η οποία εγκαθιδρύθηκε στη Ρώμη αφομοιώνοντας όλες τις άλλες λατρείες,
έδειχνε ότι ο στενός κύκλος των ιδεών των Αντωνίνων είχε υποστεί ρήξη. Η
Μαμμαία και ο Αλέξανδρος Σεβήρος θα προχωρήσουν πιο μακριά· ενώ οι νομομαθείς
συνεχίζουν να μεταγράφουν με την ηρεμία της ρουτίνας τα παλιά και αυστηρά
αποφθέγματα ενάντια στην ελευθερία της συνείδησης, ο Σύριος αυτοκράτορας και η
μητέρα του θα διδαχθούν τον χριστιανισμό, θα του δείξουν συμπάθεια. Δε φτάνει
που παρείχε ασφάλεια στους χριστιανούς, ο Αλέξανδρος εισάγει τον Χριστό στον
ιδιωτικό του ναΐσκο με έναν συγκινητικό εκλεκτικισμό. Η ειρήνη φαίνεται ότι
επιτεύχθηκε, όχι όπως επί Κωνσταντίνου με τον εξευτελισμό της μίας από τις δύο
πλευρές, αλλά με μία ευρεία συμφιλίωση.
Υπήρχε, βέβαια, μέσα σε
όλα αυτά, μία τολμηρή προσπάθεια μεταρρύθμισης, ορθολογιστικά κατώτερη από
αυτήν των Αντωνίνων, αλλά πιο πιθανή να πετύχει· επειδή ήταν πολύ πιο
δημοφιλής, λάμβανε πιο πολύ υπόψη της την επαρχία και την Ανατολή. Σε ένα
τέτοιο δημοκρατικό έργο, άνθρωποι χωρίς προγόνους, όπως αυτοί οι Αφρικανοί και
αυτοί οι Σύριοι είχαν μεγαλύτερη πιθανότητα επιτυχίας απ’ ότι άκαμπτοι άνθρωποι
και με άψογη συμπεριφορά, όπως οι αυτοκράτορες αριστοκράτες. Αλλά η βαθιά
διαφθορά του αυτοκρατορικού συστήματος επανεμφανίστηκε για δέκατη φορά. Ο
Αλέξανδρος Σεβήρος δολοφονήθηκε από τους στρατιώτες στις 19 Μαρτίου του 235.
Ήταν πια σαφές ότι ο στρατός δεν μπορούσε να ανεχτεί παρά τυράννους. Η
αυτοκρατορία είχε πέσει διαδοχικά από την υψηλή ρωμαϊκή αριστοκρατία στους
αξιωματούχους της επαρχίας· τώρα, περνάει στα χέρια των υπαξιωματικών και των
στρατιωτών δολοφόνων. Ενώ, μέχρι τον Κόμοδο, οι δολοφονημένοι αυτοκράτορες
είναι ανυπόφορα τέρατα, τώρα, είναι ο καλός αυτοκράτορας, αυτός που θέλει να
επαναφέρει κάποια πειθαρχία, αυτός που καταπολεμά τα εγκλήματα του στρατού, ο
οποίος προορίζεται με βεβαιότητα να πεθάνει.
Τότε ανοίγεται αυτή η κόλαση του ημίσεως του
αιώνα (235-284), στην οποία βουλιάζει κάθε φιλοσοφία, κάθε ευγένεια, κάθε
λεπτότητα. Η εξουσία βρίσκεται στο σφυρί, τα στίφη του στρατού είναι υπεύθυνα
για όλα, ενώ κατά διαστήματα υπάρχουν δέκα τύραννοι συγχρόνως· επίσης ο
βάρβαρος διεισδύει από όλα τα κενά ενός κόσμου που παρουσιάζει ρωγμές και η
Αθήνα γκρεμίζει τα αρχαία μνημεία της για να περιβληθεί από άσχημα τείχη
απέναντι στο φόβο για τους Γότθους. Αν κάτι αποδεικνύει πόσο η Ρωμαϊκή
Αυτοκρατορία ήταν απαραίτητη σύμφωνα με μια ενδογενή λογική, είναι ότι δεν ήταν
τελείως διαλυμένη μέσα σε αυτήν την αναρχία, ότι είχε διατηρήσει αρκετές
δυνάμεις για να αναβιώσει κάτω από την ισχυρή δράση του Διοκλητιανού και να
διανύσει ακόμη δύο αιώνες. Σε πενήντα χρόνια, ξεχάσαμε να φιλοτεχνούμε
αγάλματα. Η λατινική λογοτεχνία παύει τελείως. Φαίνεται ότι ένα άσχημο πνεύμα
υφέρπει σε αυτήν την κοινωνία, πίνει το αίμα της και τη ζωή της. Ο
χριστιανισμός αντλεί για τον ίδιο ό,τι καλό υπάρχει και αποδυναμώνει επίσης την
πολιτειακή τάξη. Ο στρατός πεθαίνει ελλείψει μίας καλής στρατολόγησης
αξιωματούχων· η εκκλησία προσελκύει τα πάντα. Τα εκκλησιαστικά και ηθικά
στοιχεία ενός κράτους έχουν έναν τρόπο πολύ απλό να τιμωρούν το κράτος, που δεν
τους δίνει τη θέση, την οποία πιστεύουν,
ότι έχουν δικαίωμα να κατέχουν: είναι να αποσύρονται διαφωνώντας· διότι ένα
κράτος δεν μπορεί να τα στερηθεί. Το κοινωνικό καθεστώς δεν αντιμετωπίζει
έκτοτε παρά την απόρριψη από τις ψυχές. Η θρησκεία απορροφά ό,τι καλύτερο
υπάρχει. Απομακρυνόμαστε από μία πατρίδα που δεν εκπροσωπεί παρά μια αρχή της
υλικής δύναμης. Επιλέγουμε για πατρίδα μας το ιδεώδες, ή κυρίως το θεσμό που
αντικαθιστά την πολιτεία και την πατρίδα που καταρρέουν. Η εκκλησία γίνεται
αποκλειστικά ο σύνδεσμος των ψυχών, και καθώς αυτή δυναμώνεται από τις
δυστυχίες του πολιτικού καθεστώτος της κοινωνίας, παρηγορούμαστε εύκολα για
αυτές τις δυστυχίες, εφόσον σε αυτές είναι εύκολο να καταδειχτεί η εκδίκηση του
Χριστού και των αγίων του. «Αν μας είχε επιτραπεί να ανταποδίδουμε το κακό με
το κακό, λέει ο Τερτυλλιανός, μία μόνη νύχτα και μερικά φανάρια, θα ήταν αρκετά
για την εκδίκησή μας». Ήμασταν καρτερικοί, διότι ήμασταν βέβαιοι για το μέλλον.
Τώρα, ο κόσμος σκοτώνει τους αγίους· αλλά αύριο οι άγιοι θα κρίνουν τον κόσμο. «Κοιτάξτε
μας καλά όλους κατά πρόσωπο, για να μας αναγνωρίσετε στην τελική κρίση», έλεγε
στους παγανιστές ένας από τους μάρτυρες της Καρχηδόνας. «Η υπομονή μας, έλεγαν
οι πιο μετριοπαθείς προκύπτει από τη βεβαιότητα ότι θα γίνουμε εκδικητές· οι διώκτες μας κάθονται πάνω σε αναμμένα κάρβουνα».
Τι ημέρα και αυτή που ο Ύψιστος θα μετρήσει τους πιστούς του, θα στείλει τους
ενόχους στην κόλαση, και θα κάψει τους διώκτες μας στο καμίνι του αιώνιου
πυρός! Τι μέγα θέαμα, πόσο έντονη θα είναι η παραφορά μου, ο θαυμασμός μου και
το γέλιο μου! Πόσο θα ποδοκροτήσω βλέποντας να στενάζουν στο βάθος του σκότους,
με το Δία και τους δικούς του λάτρεις, τόσοι πρίγκιπες που λεγόταν ότι θα
αναληφτούν στον ουρανό μετά το θάνατο τους! Πόση χαρά να βλέπω τους διοικητές
των διωκτών του ονόματος του Κυρίου να σιγοκαίγονται από φλόγες πιο τρομερές
και από αυτήν την αναμμένη πυρά για τους χριστιανούς.
Ερνέστ Ρενάν 1823-1892 |