Κατά τον 17ο και στις αρχές του 18ου αιώνα, υπήρχε μια διάνοιξη του πνεύματος που αφορούσε ανθρώπους
όλων των εθνών, των γλωσσών, των τεχνών, και των μηχανικών επιστημών. Ο
Αθανάσιος Κίρχερ (1601/2-1680) μπορεί να θεωρηθεί ως ο κύριος εκφραστής και
εκπρόσωπος αυτής της «Δημοκρατίας των Γραμμάτων» (Republica Literaria)[1]. Ο Κίρχερ ήταν ένας πολυμαθής
Ιησουίτης που έζησε στη Ρώμη της εποχής του Μπαρόκ. Αν και σε πολλούς
επιστημονικούς τομείς επέφερε πολλές αλλαγές και προέβη σε πολλές ανακαλύψεις,
το έργο του περιλαμβάνει πολλά φανταστικά, παράξενα και αναληθή στοιχεία και ανεφάρμοστες εφευρέσεις. Έτσι μετά το θάνατό του ήταν αναμενόμενο να λησμονηθεί για να
ανακαλυφθεί και πάλι στην εποχή του Μεταμοντερνισμού.
Χαρακτηριστική έκφραση του ανοίγματος του επιστημονικού πνεύματος της
εποχής εκείνης υπήρξε η ίδρυση από τον Κίρχερ το 1651 του Μουσείου του Ρωμαϊκού
Κολεγίου (Museum Kircherianum)[2]. Σε αυτό το πρώτο μουσείο
του κόσμου συλλέγονταν αντικείμενα από μία πολύ μεγάλη ποικιλία κατηγοριών: από
την αρχαιολογία της Αρχαίας Αιγύπτου έως τον Ερμητισμό, από τον εξωτισμό της
Ανατολής έως τις ανακαλύψεις των Ιησουιτών ιεραποστόλων, από την αστρονομία έως
τις επιστήμες της γης (ηφαιστειολογία, ζωολογία), από έργα τέχνης έως την
αρχαιολογία του ελληνορωμαϊκού κόσμου, από τις τεχνικές επιστήμες (πολύγραφος[3], στεγανόγραφος[4], καταδυτικός κώδων[5]) κ.ά.[6]
Ο Κίρχερ υπήρξε ένας ιδιαίτερος στοχαστής, που συνέβαλε αποφασιστικά και με
θετικό τρόπο στην ανάπτυξη πολλών από τις επιστήμες με τις οποίες ασχολήθηκε
κατά τη διάρκεια της ζωής του. Η εκ νέου ανακάλυψη του «απίστευτου Γερμανού»
και του «διδασκάλου των εκατό τεχνών» συνέβη στη δική μας εποχή. Το γνήσιο
ενδιαφέρον για το έργο του χωρίς προκαταλήψεις εμφανίστηκε μόνο μεταπολεμικά.
Οι πρώτες ενδιαφέρουσες και εκτεταμένες μελέτες σε αυτή την περίοδο
σχετίζονται με τη μαγεία[7], την ερμητική παράδοση[8] και την αποκρυπτογράφηση των αιγυπτιακών ιερογλυφικών[9]. Κατά τη δεκαετία του
εξήντα, χάρη στις προσπάθειες του Τζον Φλέτσερ (John Fletcher), οι μελέτες για το έργο του Κίρχερ άρχισαν να
πολλαπλασιάζονται. Ωστόσο, η εκτίμηση αυτή στο έργο του εξηγείται από τη διάδοση των
ιδεών της Νέας Εποχής. Έτσι η έρευνα αφορούσε τότε κυρίως την αιγυπτιολογία, τον Οριενταλισμό και τον Αποκρυφισμό[10]. Έπειτα από την δεκαετία
του εβδομήντα όμως άρχισε να αποκαθίσταται το όνομά του, καθώς εντάχθηκε σε
έγκυρα εγκυκλοπαιδικά λεξικά[11]. Από το έτος 1985 έως
σήμερα, πάνω από 12 διδακτορικές διατριβές έχουν εκπονηθεί για το έργο του
Κίρχερ και έχουν γίνει πολλές εκθέσεις και διεθνή συνέδρια. Έτσι μπορεί κανείς
να αναφερθεί σήμερα στο «φαινόμενο Κίρχερ»[12].
Η προσωπικότητα και το έργο του Κίρχερ ενέπνευσαν την παραγωγή τριών
σύγχρονων μυθιστορημάτων. Δύο από αυτά ανήκουν στη δεκαετία του 1990 και ένα στην
πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα. Πρόκειται για το έργο του Ολλανδού συγγραφέα
Άντον Χάακμαν (Anton Haakman), Ο Υπόγειος
Κόσμος του Αθανάσιου Κίρχερ (De Onderaardse wereld van Athanasius Kircher, 1991)[13],
του Ιταλού Ουμπέρτο Έκο (Umberto Eco), Το Νησί της
προηγούμενης ημέρας (L’ Isola del giorno prima, 1994)[14], και του Αραβο-γάλλου Ζαν-Μαρί Μπλα ντε Ρομπλέ (Jean-Marie Blas de Roblès), Εκεί που ζουν οι τίγρεις (Là où les tigres sont chez eux, 2008)[15].
Στο πρώτο από αυτά
εμφανίζεται ο πρωταγωνιστής-συγγραφέας να διεξάγει μία έρευνα στη δεκαετία του
1980, ώστε να πραγματοποιήσει μία μακράς διάρκειας κινηματογραφική ταινία για
τον Κίρχερ. Το δεύτερο εκτυλίσσεται στο 17ο αιώνα, και περιέχει ένα χαρακτήρα
κατά το πρότυπο του Κίρχερ, τον πατέρα Κασπάρ. Το τρίτο εμπνέεται από τα άλλα
δύο, αλλά επαναλαμβάνει τις παλιότερες προκαταλήψεις για το έργο του Κίρχερ. Από αυτά τα τρία μυθιστορήματα πιο κοντά στην ιστορική αλήθεια είναι το βιβλίο
του Χάακμαν, αλλά λόγω της γλώσσας στην οποία γράφτηκε δεν αναφέρεται συχνά στη
βιβλιογραφία.
Η μεταμοντέρνα μελέτη του έργου του Κίρχερ αφορά κατά πρώτο λόγο την ύπαρξη των ετερόκλητων και παράξενων πληροφοριών που περιέχονται στο συγγραφικό έργο του, όπως η συλλογή από αξιοπερίεργα αντικείμενα, το «Wunderkammer», που είχε ιδρύσει στο Ρωμαϊκό Κολέγιο. Το έργο του Κίρχερ ανασύρθηκε λοιπόν λόγω της σύγχρονης έφεσης να αντιμετωπιστεί η ιστορία όχι υπό την οπτική της προόδου προς ένα ολοένα και ορθολογικότερο επίπεδο, αλλά ως ένα «φανταστικό μουσείο» - σύμφωνα με την κλισέ πια φράση του Αντρέ Μαλρώ - από το οποίο μπορούμε να αντλούμε τα στοιχεία εκείνα που μας εκπλήσσουν και μας προκαλούν το θαυμασμό. Τα συναισθήματα αυτά δεν προέρχονται πάντα από την αλήθεια ή τη λογική, αλλά και από ακραία χαρακτηριστικά, λ.χ. επιστημονικές παρανοήσεις και παράξενες θεωρίες και εφευρέσεις.
Τελικά, ο Κίρχερ δεν στηρίχτηκε στο δυισμό του Καρτέσιου, της βεβαιότητας του σκεπτόμενου υποκειμένου απέναντι στη ψυχρή εξωτερικότητα των αντικειμένων, που τελικά επιβλήθηκε στους αιώνες που ακολούθησαν[16]. Με το ένα πόδι βρισκόταν στην εποχή της Επιστημονικής Επανάστασης, όταν άρχισε να επιβάλλεται ο Εμπειρισμός, και η επιστημονική έρευνα προσανατολιζόταν σε μία μηχανιστική αντιμετώπιση του κόσμου[17]. Με το άλλο όμως πατούσε ακόμη στην εποχή της Αναγέννησης, όταν επικρατούσαν ο Νεοπλατωνισμός και ο Ερμητισμός, και η αναλογική ενότητα των πραγμάτων και των σημείων στηριζόταν σε μία στενή σύνδεση του Ολισμού με τον Εσωτερισμό.
Η μεταμοντέρνα μελέτη του έργου του Κίρχερ αφορά κατά πρώτο λόγο την ύπαρξη των ετερόκλητων και παράξενων πληροφοριών που περιέχονται στο συγγραφικό έργο του, όπως η συλλογή από αξιοπερίεργα αντικείμενα, το «Wunderkammer», που είχε ιδρύσει στο Ρωμαϊκό Κολέγιο. Το έργο του Κίρχερ ανασύρθηκε λοιπόν λόγω της σύγχρονης έφεσης να αντιμετωπιστεί η ιστορία όχι υπό την οπτική της προόδου προς ένα ολοένα και ορθολογικότερο επίπεδο, αλλά ως ένα «φανταστικό μουσείο» - σύμφωνα με την κλισέ πια φράση του Αντρέ Μαλρώ - από το οποίο μπορούμε να αντλούμε τα στοιχεία εκείνα που μας εκπλήσσουν και μας προκαλούν το θαυμασμό. Τα συναισθήματα αυτά δεν προέρχονται πάντα από την αλήθεια ή τη λογική, αλλά και από ακραία χαρακτηριστικά, λ.χ. επιστημονικές παρανοήσεις και παράξενες θεωρίες και εφευρέσεις.
Τελικά, ο Κίρχερ δεν στηρίχτηκε στο δυισμό του Καρτέσιου, της βεβαιότητας του σκεπτόμενου υποκειμένου απέναντι στη ψυχρή εξωτερικότητα των αντικειμένων, που τελικά επιβλήθηκε στους αιώνες που ακολούθησαν[16]. Με το ένα πόδι βρισκόταν στην εποχή της Επιστημονικής Επανάστασης, όταν άρχισε να επιβάλλεται ο Εμπειρισμός, και η επιστημονική έρευνα προσανατολιζόταν σε μία μηχανιστική αντιμετώπιση του κόσμου[17]. Με το άλλο όμως πατούσε ακόμη στην εποχή της Αναγέννησης, όταν επικρατούσαν ο Νεοπλατωνισμός και ο Ερμητισμός, και η αναλογική ενότητα των πραγμάτων και των σημείων στηριζόταν σε μία στενή σύνδεση του Ολισμού με τον Εσωτερισμό.
Από τον Κατελή Βίγκλα
[1] Υποστηρίχτηκε
όμως ότι διέφερε βαθιά από τη Δημοκρατία των Γραμμάτων λόγω του Εσωτερισμού και
της ελιτίστικης στάσης του. Βλ. Noel Malcolm,
“Private and Public Knowledge. Kircher, Esotericism, and the Republic of
Letters”, Paula Findlen (επιμ.), Athanasius
Kircher. The Last Man Who Knew Everything. Νέα Υόρκη – Λονδίνο, Routledge,
2004, σσ. 297-308.
[2] Paula Findlen,”Scientific Spectacle in Baroque Rome: Athanasius Kircher
and the Roman College Museum”, Mordechai Feingold (επιμ.), Jesuit
Science and the Republic of Letters. Κέμπριτζ Μασαχουσέτης – Λονδίνο, The MIT
Press, 2003, σσ. 225-284.
[3] Οι πολύγραφοι
ήταν μία πρώτη μορφή υπολογιστικών μηχανών, που λειτουργούσαν με τη μέθοδο του
συνδυασμού δεδομένων, τα οποία καταγράφονταν σε μικρά κομμάτια χαρτονιού και
αποθηκεύονταν σε σειρές ανάλογα με την κατηγορία τους σε κατάλληλα
προσαρμοσμένα κιβώτια. Βλ. Siegfried
Zielinski, Deep Time of the Media: Toward
an Archaeology of Hearing and Seeing by Technical Means. Κέμπριτζ
–Μασαχουσέτη, The MIT
Press, 2008, σσ. 141-157.
[4] Ο στεγανόγραφος
αποτελείται από έναν αμφίκυρτο φακό, στον οποίο προβάλλεται αντεστραμμένο το
κείμενο που πρόκειται να μεταδοθεί. Η
περιγραφή αυτής της μεθόδου υπάρχει στο έργο του Κίρχερ, Ars Magna Lucis et Umbrae, Άμστερνταμ,
Joannem Janssonium àWaesberge, 1671, σ. 792.
[5] Ο καταδυτικός
κώδων είναι ένα δοχείο ανοιχτό στο κάτω μέρος. Καθώς ο κώδων κατέρχεται, η
πίεση του νερού κρατά τον αέρα παγιδευμένο στο εσωτερικό του, ώστε οι δύτες να
αναπνέουν.
[6] Filippo Buonanni, Musaeum
Kircherianum Sive Musaeum A P. Athanasio Kirchero In Collegio Romano Societatis
Jesu Iam Pridem Incoeptum: Nuper restitutum, auctum, descriptum & Iconibus
illustratum, Ρώμη, 1709∙ πβ. Eugenio Lo
Sardo, Athanasius Kircher; il museo del
mondo, Ρώμη, Edizioni De Luca, 2001 (κατάλογος από έκθεση φωτογραφιών αντικειμένων που ανήκαν στο Μουσείο του Κίρχερ).
[7] Lynn Thorndike, A History of
Magic and Experimental Science. Λονδίνο, Macmillan & Co. Ltd, Νέα Υόρκη, Columbia University Press, 1923-58, τ. 7, The Seventeenth Century, 1958, chapter XX, The
underground world of Kircher and Becher, σσ. 567-89.
[8] Frances A. Yates, Giordano Bruno
and the Hermetic Tradition, Λονδίνο, Routledge and Kegan Paul, 1964, σσ. 402-3, 416-23, 425-6.
[9] Madeleine V. David, Le débat sur
les écritures et l’hiéroglyphe aux XVII et XVIII siècles et l’application de la
notion de déchiffrement aux écritures mortes, Παρίσι, S.E.V.P.E.N. 1965, σσ. 43-56 και Eric Iversen, The
Myth of Egypt and Its Hieroglyphs in European Tradition, Πρίνστον-Νιού Τζέρσεϋ, Princeton University Press, 1993, σσ. 88-98.
[10] Conor S. J. Reilly, Athanasius
Kircher, S.J., Master of a Hundred Arts, Βισμπάντεν-Ρώμη, Edizioni del
Mondo, 1974 (Studia Kircheriana, 1) και Joscelyn Godwin, Athanasius
Kircher. A Renaissance Man and the Quest for Lost Knowledge. Λονδίνο, Thames and Hudson, 1979.
[11] Fritz Krafft, “Kircher, Athanasius”, στο Neue Deutsche Biographie, vol. 11, 1977, σσ. 641-645 <
http://www.deutsche-biographie.de/pnd118562347.html>
[13] Anton Haakman, De Onderaardse
wereld van Athanasius Kircher. Roman, maar
geen fictie. Άμστερνταμ, Meulenhoff, 1991.
[14] Ουμπέρτο Έκο, Το Νησί της Προηγούμενης Ημέρας.
Μετάφραση: Έφη Καλλιφατίδη, Αθήνα, Ψυχογιός, 2012.
[15] Ζαν-Μαρί Μπλα
ντε Ρομπλέ, Εκεί που ζουν οι τίγρεις.
Μετάφραση: Ρίτα Καλαΐτη, Αθήνα, Πόλις, 2012.
[16] Mark A. Waddell, “A Theatre of the Unseen: Athanasius Kircher’s Museum
in Rome”, Allison B. Karey (επιμ.), World-Building and Early Modern Imagination,
Νέα Υόρκη, Palgrave Macmillan 2010, σσ. 85-87.
[17] William C. Parcell, “Signs and Symbols in Kircher’s Mundus
Subterraneus”, G.D. Rosenberg (επιμ.), The revolution in geology from the
Renaissance to the Enlightenment: Geological Society of America 203, 2009, σ. 51.