Η εκπνευμάτωση και εμψύχωση του σύμπαντος, για το
Νεοπλατωνισμό, στηρίζονται στην αλληλεπίδραση των μερών του, τη φυσική
«συμπάθεια», η οποία αναφέρεται στην αστρονομική κανονικότητα και ανακύκληση
των ρυθμών ζώων, φυτών και ουρανίων σωμάτων [1]. Αφορά ακόμη στην αναλογία
ανάμεσα στο μικρόκοσμο και το μακρόκοσμο, σε ένα σύμπαν ως ζωντανό ον, ίσως
προερχόμενη από την Χαλδαία, χρησιμεύοντας στη θεοποίηση της αστρολογίας·
υιοθετήθηκε από την Ιπποκρατική ιατρική, η οποία την υποστήριξε στη βάση
διάφορων παρατηρήσεων. Εκφράστηκε κυρίως από τους Στωικούς, με τη διατύπωση,
«σύρροια μία, σύμπνοια μία, πάντα συμπαθέα»[2], για να επαναληφτεί από τον Gottfried Wilhelm Leibniz [3].
Για τους Στωικούς, όλα τα σώματα βρίσκονται
σε αμοιβαία αλληλεπίδραση, και αφού «όλα βρίσκονται μέσα σε όλα», το σύμπαν
είναι «ένα και συνεχές», άρα το μικρότερο γεγονός έχει επίδραση στο σύνολο του
κόσμου∙ μία σταγόνα κρασιού πού ρίχνεται στη θάλασσα θα απλωθεί σε όλη τη
θάλασσα, και από αυτή σε όλο το σύμπαν. Η συνεκτικότητα της φύσης, η παρουσία
των σωμάτων σε έναν κόσμο πλήρη, που αγνοεί το κενό, η εξομοίωση Θεού και
κόσμου, προϋποθέτουν ότι το όλον βρίσκεται σε συμπάθεια με τον εαυτό του, ότι
όλα συνεργάζονται, ότι υφίσταται μία παγκόσμια συνάφεια των όντων. Πολυάριθμοι
είναι οι όροι που χρησιμοποιούν οι Στωικοί, για να δηλώσουν τη συμπάθεια:
συμπάθεια, σύμπνοια, συντονία, naturae contagio (συνάφεια της φύσης), continuatio conjuctioque naturae (συνεκτικότητα και σύνδεση της φύσης), consensus naturae (συμφωνία της φύσης) [4].
Η θεωρία της παγκόσμιας συμπάθειας δεν
έχει μόνο φυσική αξία, στο μέτρο που επιβεβαιώνει μία θεωρία της αιτιότητας,
αλλά ακόμη μεταφυσική και ηθική αξία. Έχει μεταφυσική αξία, αφού εκφράζει την
παρουσία του Θεού σε έναν κόσμο που ανάγεται ουσιαστικά πάλι σε Αυτόν. Είναι
μία συμπάθεια κατά Θεόν και από Θεού, απαιτεί μία τελεολογία της φύσης, που
προϋποθέτει τις ευνοϊκές προθέσεις της παντοδύναμης Πρόνοιας. Ο Μάρκος Αυρήλιος
μιλάει για τον «ιερό δεσμό», [5] που συνδέει τα πάντα, και εξαιτίας του οποίου
υπάρχει η «κράσις δι’ ὅλου», η οποία αντανακλά τη συμφωνία της θείας Πρόνοιας
στον κόσμο, όπου ο άνθρωπος δεν είναι παρά ένα μικρό τμήμα. Έχει, επίσης, ηθική
αξία, αφού η ζωή του σοφού βρίσκεται σε εναρμόνιση προς το σύμπαν στο οποίο
μετέχει. Ο σοφός δεν αναγορεύεται μόνο πολίτης της Αθήνας, αλλά και πολίτης του
κόσμου: ο κοσμοπολιτισμός των Στωικών είναι η έκφραση στο ηθικο-κοινωνικό πεδίο
της παγκόσμιας συμπάθειας [6].
Η αρχή της συμπάθειας, λειτουργεί διττά
μέσα στο σύμπαν: κάθετα και οριζόντια. Η κάθετη διαβάθμιση του σύμπαντος αφορά
τη διάκριση στις υποστάσεις Εν, Νους, Ψυχή, που καταλήγουν στον αισθητό κόσμο
της ύλης· κάθε επίπεδο προέρχεται από την υπερεκχείλιση του προηγούμενου, ενώ
εκφράζει την πραγματικότητα κατά τρόπο που ταιριάζει στην «οικεία» φύση του.
Έτσι, ο Νους εκφράζει την πραγματικότητα υπό τις συνθήκες της αιωνιότητας,
διότι είναι αιώνιος, η Ψυχή αφορά στην πραγματικότητα εν χρόνῳ, καθώς είναι
ενπεπλεγμένη στη χρονική δίνη, και ο αισθητός κόσμος αντιστοιχεί στην
πραγματικότητα του χώρου και των διαστάσεων, αφού χαρακτηρίζεται από έκταση. Ο
Πλωτίνος εξειδικεύοντας περισσότερο την ιδέα της κοσμικής συμπάθειας, παρατηρεί
ότι κάθε πραγματικότητα δεν είναι μόνο ο εαυτός της, αλλά εν δυνάμει όλες οι
άλλες [7]. Τα διάφορα τμήματα του κόσμου βρίσκονται σε ανταπόκριση, το ένα
τμήμα καθρεφτίζει το άλλο, το ένα είναι μέσα στο καθετί. Έτσι σε κάθε τμήμα του
αισθητού κόσμου αντανακλώνται οι προηγούμενες υποστάσεις, και ολόκληρος ο
αισθητός κόσμος, ώστε κατά οριζόντιο τρόπο κάθε επίπεδο περιλαμβάνει τα
υπόλοιπα [8].
Μπορεί να λεχθεί, βάσει της αρχής της
συμπάθειας, ότι ο υλικός κόσμος είναι καθρέφτης των αθέατων δυνάμεων των θεών.
Ζώα, φυτά, λίθοι και άλλα ένυλα αντικείμενα, είναι δυνατόν να εκφράζουν τη
δύναμη του ήλιου, της σελήνης και των αστρικών θεών. Η αντιστοιχία μεταξύ των
θείων δυνάμεων και αισθητών όντων της ύλης είναι εφικτή χάρη στην ύπαρξη της
αδιάκοπης ροής επικοινωνίας μεταξύ των διαφόρων υποστάσεων. Το πλέγμα των
δυνάμεων, καθώς διαχέεται σε όλα τα επίπεδα του σύμπαντος, παρέχει τη
δυνατότητα στους θεουργούς, εφόσον στο πλαίσιο των μαγικών τελετών
χρησιμοποιήσουν τα κατάλληλα αντικείμενα, να έλθουν σε επαφή με τις θεότητες
που αυτά συμβολίζουν. Η νεοπλατωνική συμπάθεια αποτέλεσε φορέα εισαγωγής της
μαγείας στο χώρο της φιλοσοφίας.
Ο Πλωτίνος πίστευε στα παραφυσικά
φαινόμενα, όπως ουσιαστικά όλοι οι σύγχρονοί του, εκτός από τους αποφασισμένους
αθεϊστές και υλιστές - σπάνιο είδος τον 3ον αι. μ.Χ. Διέφερε όμως από πολλούς,
αφού προσπαθούσε να προσαρμόσει παρόμοια φαινόμενα στην έλλογη, οργανωμένη
εικόνα που είχε για τον κόσμο [9]. Κατά τον ιδρυτή του Νεοπλατωνισμού, μέσα από
τη μελέτη και εφαρμογή των συγγενικών δυνάμεων του κόσμου, οι μάγοι
επιτυγχάνουν τις επιδράσεις τους [10]. Με παρόμοιο τρόπο εξηγεί τα αποτελέσματα
της προσευχής. Η προσευχή στους ουράνιους θεούς δεν μπορεί να αγγίξει το
ανώτερο μέρος των ψυχών τους, οι οποίες είναι απορροφημένες στην ενατένιση, και
αγνοούν οτιδήποτε συμβαίνει στον αισθητό κόσμο· οδηγεί, ωστόσο, στο να
προκαλέσει την αυτόματη ανταπόκριση του κατώτερου μέρους της ψυχής, το οποίο
ικανοποιεί την ευχή του προσευχόμενου [11]. Όπως σε έναν ζωντανό οργανισμό,
λέει ο Πλωτίνος, κάθε μέλος είναι αναπόσπαστο μέρος του, έτσι και στον κόσμο
όλα βρίσκονται σε συνάφεια και αρμονία. Τα ζωντανά όντα είναι, επίσης, σύμφωνα
με τα λόγια του Leibniz «καθολικά μέρη». Στον αναγεννησιακό Βιταλισμό του Leibniz, η ουσία θα οριστεί ως ενότητα μέσα στην πολλότητα. Το
μέρος ταυτίζεται με το όλο. Κάθε δύναμη, είναι η κοσμική δύναμη. Το επιμέρους
ον καθρεφτίζει τον κόσμο και ο κόσμος καθρεφτίζεται μέσα σε αυτό [12].
Για το Νεοπλατωνισμό, το σύμπαν ως plenum, είναι μία απέραντη και συνεχής στην διάρθρωσή της
ολότητα, προεκτεινόμενη στην πνευματική ζωή∙ θεωρείται ένας άϋλος κόσμος, διότι
δεν υφίστανται κενά ή χάσματα μέσα σε αυτόν. Την ιδέα της συμπάθειας, ιδιαίτερα
με την έννοια του ανθρωπομορφικού συμβολισμού, θα συνεχίσουν θεολόγοι
μυστικιστές, όπως ο Μάξιμος Ομολογητής,
που γράφει ότι ολόκληρος ο κόσμος, τόσο ο ορατός όσο και ο αόρατος, συνιστά
έναν μακράνθρωπο, ενώ ο άνθρωπος έναν μικρόκοσμο [13]. Η Πατερική Γραμματεία
προσέλαβε εν γένει την ιδέα της αναλογικής σχέσης ανθρώπου και κόσμου: ο κόσμος
μπορεί να περιγραφτεί «ἐν σμικρῷ» στα όρια του ανθρώπου, όπως και ο άνθρωπος,
από μία ορισμένη σκοπιά, μπορεί να περιγραφτεί «ἐν μακρῷ» στα όρια του κόσμου [14] .
Η θεώρηση του κόσμου με βάση
την αρχή της συμπάθειας, συνεχίστηκε και αναβίωσε στην Αναγέννηση, όταν οι
Εννεάδες του Πλωτίνου μεταφράστηκαν στα λατινικά από τον Μarsilio Ficino. Δια της αλχημιστικής παράδοσης θα επηρεάσει τα πρώιμα
στάδια της νεότερης επιστημονικής εξέλιξης. Εξ’ αυτής μπορεί να ειπωθεί ότι
προήλθε η ιδέα του ηλεκτρισμού, την οποία εισήγαγε ο φλαμανδός γιατρός και
ροδόσταυρος, Jan Baptist van Helmont, το 1650. Επίσης, αργότερα ο Friedrich Christoph Oetinger, ιδρυτής του προτεσταντικού γερμανικού Ευσεβισμού, ή
άγγλοι θεϊστές, όπως ο John Toland και ο Thomas Woolston, ενέταξαν τον ηλεκτρισμό στην υπάρχουσα χριστιανική
κοσμολογία. Ακόμη και η Κβαντομηχανική, σκοπεύοντας να ανάγει την ύλη στο
πνεύμα, αναφέρεται στην ύπαρξη άφαντων, κινητήριων και συνεκτικών δυνάμεων, που
μοιάζουν να λειτουργούν συμπαθητικά.
Κατελής
Σ. Βίγκλας
Παραπομπές
[1] Katelis Viglas, "The
Consideration of the World as an Ensouled Living Being (Plotinus)", Philotheos. International Journal for
Philosophy and Theology, Vol. 4 (2004) 242.
[2] Hermann Diels - Walther Kranz, Die Fragmente der Vorsokratiker. Berlin
1952, Ι.189, 19.
[3] Joseph Moreau, L’idée d’univers dans la pensée antique, « Bibliotheca del Ciornale
di Metafisica » 10, Societa editrice internationale, Torino 1953, 20.
[4] Jean Brun, O Στωικισμός. Μτφρ. Σάββα
Βασιλείου, Ζαχαρόπουλος. Αθήνα 1965, 47-48.
[5] Μάρκος Αυρήλιος, Τὰ εἰς ἑαυτόν III.9.
[6] Wilhelm Windelband - Heinz Heimsoeth, Eγχειρίδιο
Ιστορίας της Φιλοσοφίας. Τομ. 1, Μτφρ. Ν. Μ. Σκουτερόπουλος, Μ.Ι.Ε.Τ, Αθήνα 1980, 191-207.
[7] Εννεάδες, VI
2.20.5-6.
[8] Θεοδόσης Πελεγρίνης, Οι Μάγοι της Φιλοσοφίας. Ελληνικά
Γράμματα, Αθήνα 1997, 108-9.
[9] Εννεάδες, IV 4.31.29-32.
[10] Στο ίδιο, II 3.7, IV.4.32.
[11] Στο ίδιο, IV 4.40.
[12] Στο ίδιο, ΙV.4.40.27. Πρβλ. Richard T. Wallis, Nεοπλατωνισμός. Μτφρ. Γιάννης Σταματέλος, Αρχέτυπο, Αθήνα 2002, 122-3.
[13] Μυσταγωγία, Ζ’, P.G. 91, 648D-685D.
[14] Χρήστος Γιανναράς, To πρόσωπο και ο
έρως. Δόμος, Αθήνα 1992
(1970), 129.